Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του προφήτη Δανιήλ και των Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, που είναι γνωστοί ως οι Τρεις Παίδες που μαρτύρησαν εν τη καμίνω του πυρός.
Επίσης, εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου Διονυσίου Αρχιεπισκόπου Αιγίνης του εκ Ζακύνθου του Θαυματουργού.
Τα ιερά αυτά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, αν και ήσαν νεαρά στην ηλικία και έζησαν κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες κατά την περίοδο της βαβυλώνειας αιχμαλωσίας, επέδειξαν ακλόνητη πίστη στο Θεό, αφοσίωση στις εντολές του και ηρωικό φρόνημα απέναντι στα διάφορα διλήμματα. Με την αντρειοσύνη τους καταξιώθηκαν από το Θεό να λάβουν εξαιρετικές πνευματικές ευεργεσίες και χαρίσματα ιαμάτων.
Ο Δανιήλ βγήκε αβλαβής από το λάκκο των λεόντων, όπου είχε ριχθεί με εντολή του ειδωλολάτρη βασιλιά, οι δε τρεις Παίδες παρέμειναν ανέπαφοι μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι, όπου τους είχαν ρίξει, γιατί αρνήθηκαν να προσκυνήσουν την χρυσή εικόνα του βασιλιά.
Τόσο ο Δανιήλ όσο και οι Τρεις Παίδες κατέχουν εξέχουσα θέση στην υμνολογία της Εκκλησίας μας και προβάλλονται ως τύποι της Αναστάσεως του Χριστού, από την άποψη της θαυματουργικής διάσωσής τους από βέβαιο θάνατο.
Αποτελούν όμως και υποδείγματα ήθους και αρετής και παραδείγματα ανθρώπων που είχαν τη θέληση και την ικανότητα να επιλέγουν το αληθινό και αιώνιο, περιφρονώντας απειλές, διώξεις και μαρτύρια.
Ο Άγιος Διονύσιος, που επίσης εορτάζουμε σήμερα, γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, και είχε ακόμη δύο αδέλφια.
Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του ιερού Ευαγγελίου. Γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη Μονή των Στροφάδων, λαμβάνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.
Αργότερα, χειροτονήθηκε ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο.
Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον χειροτόνησε επίσκοπο Αιγίνης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.
Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε πατέρας και διδάσκαλος του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί ευρύτερα, αλλά αυτός παρέμενε με διάκριση, απλός και ταπεινός επίσκοπος.
Σύντομα ασθένησε από τους πολλούς πνευματικούς κόπους και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντα της επισκοπής στη νήσο Αίγινα. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος και συχνές συμπλοκές μεταξύ τους. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφόνος του αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια με το θύμα. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ο Διονύσιος, που ήταν ο ηγούμενος, ρώτησε γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετάνοιας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αρετής. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε: «Άγιος της Συγνώμης».
Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το ιερό λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.
Στις 24 Αυγούστου του 1717 μ.Χ. μετακομίσθηκα το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Μονή, που έχτισαν οι Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.
Τέτοια πρότυπα έχουμε ασφαλώς ανάγκη, και στις μέρες μας. Για να δικαιούται ο κόσμος να ελπίζει και να δοξολογεί το Θεό ότι είναι μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα δια των αγίων και μαρτύρων της Αγίας μας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου