Η ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ»
Ὑπό
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ
Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Στήν σημερινή ἐποχή τῆς καλπάζουσας παγκοσμιοποιήσεως, ὁ τουρισμός ἀποτελεῖ «μιά πολυεθνική καί πολυδιάστατη βιομηχανία (industry), ἕνα σημαντικό στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς, πολιτισμικῆς, πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς πραγματικότητος τῆς ἐποχῆς μας». Κατήντησε νά εἶναι μιά βιομηχανία ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται μέ ταχύτατους ρυθμούς, συγκεκριμένα δέ κατά 23% ταχύτερα ἀπό ὁποιαδήποπτε ἄλλη δραστηριότητα. Βιομηχανία πού ἀπασχολεῖ, ποικιλοτρόπως καί σέ διάφορα ἐπίπεδα, ἕναν στούς κάθε ἐννέα κατοίκους τῆς γῆς, καί ἡ ὁποία ἀποφέρει τεράστια κέρδη, τά ὁποῖα ἀνέρχονται ἐτησίως περίπου σέ 3.5 τρισεκατομμύρια δολλάρια!
Σύμφωνα μέ στοιχεῖα τοῦ «Περιβαλλοντικοῦ Προγράμματος τοῦ ΟΗΕ», (United Nations Environment Programme), σήμερα, σέ παγκόσμια κλίμακα, 950 ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πορίζονται τά πρός τό ζῆν ἀπό τόν τουρισμό, ἐνῶ οἱ πρόσοδοι ἀπό τήν ἐνασχόληση αὐτή ἀντιπροσωπεύουν τό 10.5% τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος, σέ παγκόσμια πάντοτε κλίμακα .
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ὅτι ὁ τουρισμός διαδραματίζει πλέον ἕνα καθοριστικό ρόλο στήν ὅλη οἰκονομική ἀνάπτυξη μιᾶς κοινωνίας, δοθέντος ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων ἐπιβάλλει τήν βελτίωση τῶν ὑποδομῶν, συντελεῖ στήν ἄνθηση τοῦ ἐμπορίου, ἐνθαρρύνει τήν ποιοτική παραγωγή τῆς τοπικῆς χειροτεχνίας καί, τό κυριώτερο, ἀπασχολεῖ κόσμο καί γίνεται ἀφορμή δημιουργίας νέων θέσεων ἐργασίας, πού συμβάλλουν μεγάλως στήν ἄνοδο τοῦ βιωτικοῦ ἐπιπέδου τῶν κατοίκων μιᾶς περιοχῆς.
* * * * *
Ὁ ὅρος tourism-«τουρισμός», (δηλ. αὐτό πού στά ἑλληνικά ὀνομάζουμε «περιήγηση»), χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1937 ἀπό τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, τήν προκάτοχο τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν (ΟΗΕ), προκειμένου ὅπως χαρακτηρισθοῦν ἐκεῖνοι πού ἀποδημοῦσαν πρός ξένους τόπους γιά ἕνα διάστημα περισσότερο τῶν 24 ὡρῶν . Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι οἱ πρῶτοι «περιηγηταί»-«τουρίστες» ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα οἱ χριστιανοί, δοθέντος ὅτι ἡ ἀποδημία γιά προσκύνημα σέ χώρους ἱερούς, κυρίως στούς Ἁγίους Τόπους, ἦταν σύνηθες φαινόμενο ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας. Τό «Ὁδοιπορικό» τῆς μοναχῆς Αἰθερίας πού περιγράφει τίς διατριβές της στό Σινᾶ, στήν Παλαιστίνη καί τήν Ἀντιόχεια, δίνει μιά σαφή ἰδέα περί τῆς εὐλαβοῦς αὐτῆς συνήθειας τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων . Ἀλλά καί τά «Γεροντικά» καί πολλά ἄλλα ἁγιοπατερικά βιβλία μιλοῦν «γιά τίς εὐλογημένες περιηγήσεις τῶν Χριστιανῶν σέ Μοναστήρια καί ἐρημητήρια, μέ μοναδικό σκοπό τήν πνευματική τους κατάρτησι καί τήν σωματική καί –κυρίως- τήν ψυχική τους ὑγεία» .
Ἡ ἀποδημία γιά λόγους ἀναψυχῆς, γι’αὐτό δηλαδή πού ἀποκαλοῦμε πλέον «τουρισμό», εἶναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Ὁ τουρισμός ἄρχισε νά ἐμφανίζεται, κάπως δειλά, περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀναπτύχθηκε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τήν ναυπήγηση πολυτελῶν ὑπερωκεανίων καί τήν ἀνέλιξη τοῦ διεθνοῦς σιδηροδρομικοῦ δικτύου, καί κορυφώθηκε, ἐκδημοκρατιζόμενος, κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ἰδίου αἰῶνος, μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀεροναυτικῆς βιομηχανίας καί τήν ἀεροπορική σύνδεση σχεδόν ὅλων, ἀκόμη καί τῶν πιό ἀπομακρυσμένων, χωρῶν τῆς ὑφηλίου. Καί ἀκριβῶς, μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια τῆς παγκόσμιας τουριστικῆς δραστηριότητος, ἀναπτύχθηκε τελευταίως, μέ ταχύτατους μάλιστα ρυθμούς, καί ὁ λεγόμενος «θρησκευτικός τουρισμός».
Στήν ἀνάπτυξη τοῦ «θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ» συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Ὅπως λ.χ. ἡ λογοτεχνία μέ διάφορα ἱστορικοῦ περιεχομένου μυθιστορήματα καί μέ ταξιδιωτικές ἀναμνήσεις˙ τά εὐρείας κυκλοφορίας, καί ἐξειδικευμένα στήν προβολή ἀξιοθέατων τόπων καί μνημείων περιοδικά, (ὅπως τό GEO, τό ANIMAN, ἤ τό National Geographic Magazine)˙ ἡ κινηματογραφική βιομηχανία, πού ὄχι σπάνια ἐπιλέγει ἱστορικά, χριστιανικά καί μή, μνημεῖα ὡς σκηνικό γιά τό «γύρισμα» μιᾶς ταινίας˙ ἡ τηλεόραση μέ διάφορα documentaires ἀρχαιολογικοῦ ἤ πολιτισμικοῦ ἐνδιαφέροντος˙ τελευταίως δέ καί τό Διαδίκτυο. Χάρις στούς παράγοντας αὐτούς, ἄγνωστα μέχρις ἐσχάτων χριστιανικά μνημεῖα ἤ περιοχές τοῦ κόσμου, ἄρχισαν πλέον νά μπαίνουν στόν παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, ὡς προορισμοί μείζονος «θρησκευτικοῦ ἐνδιαφέροντος».
Παράδειγμα, ἡ Rosslyn Chapel, ἕνας κομψός Ἀγγλικανικός Ναός τοῦ ιε΄αἰῶνος στά περίχωρα τοῦ Ἐδιμβούργου, πού βρισκόταν στό ἐπίκεντρο τῆς πλοκῆς τοῦ γνωστοῦ καί πολύκροτου μυθιστορήματος τοῦ Dan Brown “Da Vinci Code” καί τῆς ὁμώνυμης ταινίας. Ὁ ὁποῖος Ναός, ἐνῶ (λόγῳ ἐκκοσμικεύσεως) στερεῖται πληρώματος ὁσάκις τελοῦνται Ἱ. Ἀκολουθίες, σέ ὧρες ἐκτός θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων, κατακλύζεται ἀπό τουρίστες, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπισκέπτονται ἁπλῶς γιά νά δοῦν τόν χῶρο (ἤ ἄν θέλετε τό «σκηνικό-ντεκόρ») ὅπου ἐκτυλισσόταν ἡ ὑπόθεση τοῦ ἐν λόγῳ ἀμφιλεγόμενου μυθιστορήματος . Σήμερα, ὁ ἱστορικός αὐτός Ναός ἀπέβη ὁ δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός τῆς Σκωτίας.
Ἕτερο παράδειγμα, ἡ Medjugorje. Μιά πολίχνη τῆς Βοσνίας-Ἑρζεγοβίνης, ἡ ὁποία σέ λίγα χρόνια εἶχε μιά καταπληκτική οἰκονομική ἀνάπτυξη, ἔπειτα ἀπό μιά πληροφορία πού εἶχε διοχετεύσει μέσῳ Διαδικτύου ἕνας Φραγκισκανός ἱερομόναχος, καί σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Παναγία εἶχε φανερωθεῖ τόν Ἰούνιο τοῦ 1981 σέ ἕξι παιδιά τοῦ χωριοῦ, δίνοντας, μέσω αὐτῶν, μηνύματα εἰρήνης καί ἀγάπης στόν κόσμο. Ἔκτοτε, ἡ μικρή αὐτή κωμόπολις, δέχεται μυριάδες «προσκυνητῶν», πού ἀνήκουν σέ παρα-εκκλησιαστικές ὀργανώσεις καί «χαρισματικά κινήματα», (κυρίως τῆς Ἰταλίας, τῆς Αὐστρίας καί τῆς Γερμανίας) καί σήμερα τείνει νά ἐξελιχθεῖ σέ «Λούρδη τῶν Βαλκανίων» . Καί τοῦτο, παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Βατικανοῦ , καί τίς σοβαρές ἐπιφυλάξεις τοῦ τοπικοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκόπου.(...)