Να΄ταν η Κύπρος μια μεγάλη μάνα, δε θα ΄χε παρά να κλαίει ολημερίς κι ολονυχτίς για να ξεδιαλύνει τον πενταδάχτυλο πόνο της, που όσο κι αν περνούν τα χρόνια αντί να στρογγυλεύει και να λειαίνεται, περισσότερο ογκώνει κι ακανθώνεται και πυορροεί, μια με την απραξία ή τις συγχυσμένες πράξεις και τις άτσαλες δικαιολογίες των πολιτικών παιδιών της, μια με τις πολιτικές τους που την οδηγούν μέσα από τις στρεβλώσεις τους στον εκτουρκισμό, στη διχοτόμηση και αλλοτρίωση, με τον εποικισμό καρκίνωμα, και την Τουρκιά παγκόσμια ύβρη. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, βλέπει τον οχτρό να γιγαντώνεται και να απειλεί σα φάντασμα την ύπαρξή της, τον πολιτισμό και την ιστορία της, ενώ οι πολιτικοί της ψάχνουν για λόγια πουκάμισα αδειανά.
Ο πόνος της, αν επιμερίζεται, μοιάζει με κεραυνό, που εκεί που χτύπησε έκαψε κι ακόμα καίει, από τον πρόσφυγα που κρατούσε στο χέρι το παιδί και φώναζε μην το ξεχάσουν, ως τη μάνα που είδε μπροστά στα μάτια το βιασμό των θυγατέρων, τον άγριο σκοτωμό του αντρός και των συγγενών. Ο αιχμάλωτος ακόμα στον ύπνο του αναπηδά με τρόμο, ξαναζώντας το μαρτύριο, ο φυλακισμένος αναμετρά τις μέρες και τα βράδυα στο σκοτάδι και το άγριο συρματόπλεγμα, οι μαυροντυμένες γερασμένες πια στην προσφυγιά και στην ανημπόρια πεθαίνουν πικραμένες η μια μετά την άλλη μη ξέροντας ακόμα για την τύχη των αγνοούμενων παιδιών τους. Είναι κι εκείνοι που τους δώσαν αντί σάρκα και οστά των δικών τους, ένα κατάκλειστο κασελάκι, ενθάδε κείται. Πώς επιμερίζεται ο πόνος, όσο κι αν τον ζουν καθημερινά στην Καρπασία;
Και περισσότερο βασανιστικά, ύστερα από τριάντα οχτώ χρόνια, τα αναπάντητα ερωτήματα από όλους και για όλους, την ώρα του πρόσωπο με πρόσωπο διαλογισμού: Έγιναν ως τώρα όσα έπρεπε να γίνουν; Έκαμε ο καθένας το καθήκον του στο καθορισμένο πόστο του; Πόσες παραλείψεις και λάθη από τον πιο μικρό ως τον ανώτατο άρχοντα; Διότι, για να΄μαστε στη θέση που βρισκόμαστε, μπροστά στα αδιέξοδα και στους γκρεμούς, θαʼ χεικι ο καθένας το μερίδιο της ευθύνης, μη ξεχνώντας βέβαια τη μεγάλη εγκληματία πολέμου και ειρήνης, την Τουρκία και τα εγχώρια τσογλάνια της. Πώς όμως εμείς χειριστήκαμε την αδικία, πώς επιμερίσαμε σʼ όλους τους πολίτες τον πόνο και την ανέχεια, την αδικία πώς την ξορκίσαμε με δίκαιες πράξεις, για την πραγματική σωτηρία της πατρίδας πώς αγωνιστήκαμε, μακριά από την πλεκτάνη των συνθημάτων και την προσπάθεια να διασώσουμε την κομματική ακεραιότητα ;
Όσο πληθαίνουν τα χρόνια, πληθαίνουν κι οι κριτές που μας κρίνουν, κι αν αναλογιστούμε τη σημερινή κατάσταση, δε θαʼ χουμε εύκολο ύπνο, ούτε και δίκαιο, γιατί δεν αναλαμβάνουμε την ανάλογη ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις μας, για την ανοχή μας στα τετελεσμένα και στα διαδραματιζόμενα εθνικά απαράδεκτα που βοούν καθημερινά.
Γιʼ αυτό χρειάζεται πάλι νʼ ανασκουμπωθούμε, νʼ αναθέσουμε στους επαϊοντες να μελετήσουν, να αναλύσουν και διαγράψουν πορεία με τα νέα δεδομένα, μακριά από ερασιτεχνισμούς, να αντιμετωπίσουμε κατάματα τον μέγα κίνδυνο και να εργαστούμε με πάθος για τα δίκαια του τόπου και των ανθρώπων του με μόνο γνώμονα τη σωτηρία της πατρίδας. Η πολιτική ας γίνει επιστήμη κι όχι φαιδρή συνθηματολογία.
Του Στέλιου Παπαντωνίου