Του Στέλιου Παπαντωνίου
Η εκκλησιά μας, ο Άγιος Κασσιανός Λευκωσίας, κι αν δε δεχόταν άμεσα επιθέσεις από τους Τούρκους είτε στα 1958 είτε στα 1963 είτε το 1974, δεχόταν τα αποτελέσματα των επιθέσεων εναντίον της γειτονιάς μας, που βρισκόταν όλες αυτές τις περιόδους στην πρώτη γραμμή του πυρός και σωζόταν από τα παιδιά της κι από άλλους λευκωσιάτες, που έσπευδαν στις μάχες.
Ενώ ήταν μια από τις μεγαλύτερες ενορίες, άρχισε σιγά σιγά να συρρικνώνεται και οι παλαιοί γνήσιοι αϊκασσιανίτες να την εγκαταλείπουν, αφού τα σπίτια τους καταλαμβάνονταν από τους Τούρκους ή περιέχονταν στη λεγόμενη πράσινη γραμμή, που χώριζε πια απελπιστικά τη Λευκωσία, σε δυο τομείς, τον ελληνοκυπριακό και τον τουρκοκυπριακό, πάντα εις βάρος των Ελλήνων, με εγκέφαλους της διαίρεσης του Άγγλους.
Ύστερα από τον Παπακωνσταντίνο Παπαβασιλείου αρχίζει κι η καθοδική πορεία του ναού, όχι μόνο γιατί οι γείτονες λιγόστεψαν, αλλά γιατί κανένας πια ιερέας δε διαμένει στην ενορία, όλοι νιώθουν περαστικοί, και έτσι είναι, ανάλογα με τις ανάγκες της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας, που καταλέγει πια την ενορία στις μικρότερες, χωρίς όμως να την εγκαταλείπει.
Αν λειτουργεί η εκκλησιά μας ακόμα, είναι γιατί μεγάλη είναι η χάρη του αγίου μας, και πιο θαυμαστό από τη λειτουργία του ναού μας μετά το 1974 δεν υπάρχει. Όλοι οι παλιοί γείτονες εδώ έρχονται για τα μνημόσυνά τους, για τις γιορτές τους, συνεχίζουν να θεωρούν τον άγιο Κασσιανό τον προστάτη τους και την εκκλησιά μας οικογενειακή. Τόσο οικείοι και ουδέποτε ξένοι.
Ο Παπαευτύχιος Παπαχριστοδούλου, αδελφός του επί εξηκονταετίαν όλην πρωτοψάλτη μας Αλέξανδρου Παπαχριστοδούλου, ήλθε στην εκκλησιά μας διωγμένος από τους Τούρκους εισβολείς από το χωριό του, το Έξω Μετόχι. Βρήκε καταφύγιο στην αρχή στο ναό του κοιμητηρίου, κι εδώ κοντά μας, που ένιωθε ήδη οικείος, λόγω Αλέξανδρου.
Γλυκός άνθρωπος, ευπροσήγορος, με όλους ανοιχτός και σε όλους, είχε μια πλατιά καρδιά κι ένα αιώνιο χαμόγελο, αλησμόνητο σήμα κατατεθέν. Απλός στους τρόπους, γρήγορος στα διαβάσματα και στη λειτουργία του, κάποτε η μάνα μου τον παρακάλεσε, προπάντων τις ευχές του αγιασμού των υδάτων στα Θεοφάνεια να τις διαβάζει όσο πιο αργά για να καταλαβαίνει, γριά ήδη κι αυτή, μα με απαιτήσεις κατανόησης του κειμένου και προπάντων ειδικά αυτών των ευχών, κι ο Παπαευτύχιος κατέβαλε τη μεγάλη προσπάθεια, και δέχτηκε τα πολλά ευχαριστώ, οικογενειακοί φίλοι νιώθαμε, κάποτε φιλοξενήθηκαν οι δικοί μου στο σπίτι του, αβραμιαία.
Ο Αλέξανδρος, μολονότι ψάλτης, είχε το πάνω χέρι γιατί ήταν κι ένιωθε ο πρώτος και παλαιότερος στο ναό, έχοντας το πρόσταγμα, και δίνοντας το ρυθμό στην όλη λειτουργία, μοναδικός κι αναγνωρισμένος, γνώστης και κατευθυντήρια δύναμη. Κι ο Παπαευτύχιος δεχόταν τα πρωτεία του αδελφού του, χωρίς διαμαρτυρία.
Η θητεία του στην εκκλησιά μας κύλισε ήρεμα κι ανθρώπινα, με κατανόηση και σεβασμό στον παπά μας, που γρήγορα εγκλιματίστηκε στην ενορία και στον κόσμο της.
Ύστερα ήρθε το δυστύχημα κι η μεγάλη απώλεια. Στην κηδεία του στο κοιμητήριο μίλησα εκ μέρους της εκκλησιαστικής επιτροπής και των ενοριτών μας.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Στέλιος Παπαντωνίου
΄Οσοι ιερείς πέρασαν από τον άγιο Κασσιανό μένουν αξέχαστοι, γιατί γράφουν ιστορία στις καρδιές των πιστών.
Είμαστε μικρή γειτονιά, δεχτήκαμε πολλές τις επιθέσεις των Τούρκων, γι\' αυτό κι αγαπήσαμε τον παπα Ευτύχιο, σαν ήρθε διωγμένος από το χωριό και βρήκε καταφυγή και στήριγμά του το ναό εδώ στο κοιμητήριο, και τον άγιο Κασσιανός.
Ο παπάς μας ήταν άνθρωπος απλός, μ΄ ένα πλατύ πάντα χαμόγελο στα χείλη και μια μεγάλη καρδιά, ανεξίκακη.
Ακάματος, αεικίνητος, αγαπητός σ΄ όλους τους ενορίτες και ξενομερίτες που έρχονταν να λειτουργηθούν στην εκκλησιά μας.
Ο καλός λόγος δεν έλειπε από το στόμα του, έδινε χαρά με την παρουσία του, γιατί ήξερε να διώχνει από τους ανθρώπους τις έγνοιες με την πίστη και την υπομονή.
΄Ηξερε να δίνει θάρρος στις ατυχίες της ζωής και με το παράδειγμά του, του καλού ιερέα και οικογενειάρχη και ανθρώπου, χωρίς πολλά λόγια οδηγούσε στο δρόμο το σωστό.
Τέλειωνε η λειτουργία και χαρούμενος κινούσε για το σπίτι ευχαριστώντας το Θεό που τον βοηθούσε, και σε μεγάλη ακόμα ηλικία, να ιερουργεί.
Τον αγαπήσαμε στη γειτονιά για την άδολη καρδιά, για την ευθύτητα και την ανθρωπιά.
Αιωνία σου η μνήμη, Παπαευτύχιε. Ο άγιος Κασσιανός σε περιμένει να του ψάλλεις εκεί ψηλά στον ουρανό και να δοξολογείς μαζί του το Θεό.
Αιωνία σου η μνήμη.
Για τη ζωή και το έργο του παρακαλέσαμε τη θυγετέρα του Ειρηνούλα Παπαμιχαήλ να μας γράψει λίγα λόγια, αυτά που ακολουθούν. Την ευχαριστούμε.
Παπαευτύχιος Παπαχριστοδούλου
Της Ειρηνούλας Παπαμιχαήλ
Ο Παπαευτύχιος Παπαχριστοδούλου γεννήθηκε στο Έξω Μετόχι Λευκωσίας στις 26 Αυγούστου 1911. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Παπαχριστόδουλου Χατζηπιερή και της Μάρθας Χατζηγιώρκη. Όταν τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του, ασχολήθηκε με τη γεωργία, για να βοηθήσει τον πατέρα του στην πολυμελή οικογένειά του (οκτώ παιδιά) παρʼ όλο που οι δάσκαλοί του παρακινούσαν τον πατέρα του να στον στείλει στο Γυμνάσιο.
Ο πατέρας του είχε πολλά κτήματα. Ήταν από τους μεγαλύτερους κτηματίες του χωριού με χωράφια, ελαιώνες, νερά. Σε ηλικία 30 χρόνων, κατόπιν αρραβώνων οκτώ ετών, ο Ευτύχιος νυμφεύτηκε την Ελένη Θεοδώρου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες.
Ήταν πολύ δραστήριος και μπορούσε να μείνει ξάγρυπνος δυο μερόνυχτα, για να ποτίσει τα σιτηρά του που είχε κοντά στον Πεδιαίο.
Το καλοκαίρι καλλιεργούσε μποστάνια και βαμβάκια. Επίσης είχε αρκετά βόδια και μεγάλωνε δαμάλια τα οποία πουλούσε στους ζωέμπορους. Ήταν και αυτός ένας τρόπος για να ενισχύει το εισόδημα για την οικογένειά του, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά του που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο.
Το 1958 πέθανε ο πατέρας του κατόπιν σύντομης ασθένειας. Ο Ευτύχιος ήταν τότε 47 ετών και για να μπορεί να γίνει τότε κάποιος ιερέας δεν έπρεπε να είναι πέραν των 40 χρόνων για να μπορέσει να φοιτήσει στην Ιερατική Σχολή.
Ο Ευτύχιος πήγε τότε και ζήτησε από τον χωρεπίσκοπο Γεννάδιο να του επιτρέψει να φοιτήσει στην Ιερατική Σχολή και να χειροτονηθεί ιερέας της κοινότητάς του.
Ο χωρεπίσκοπος ζήτησε από τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ που βρισκόταν εξορία στις Σεϋχέλλες την έγκριση και την πήρε. ʽΕτσι γράφτηκε στην Ιερατική Σχολή με την έναρξη της χρονιάς το 1958. Εκεί φοίτησε μέχρι τις 30 Νιόβρη του ιδίου έτους, οπότε ο χωρεπίσκοπος τον χειροτόνησε διάκονο στη εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέα στην κατεχόμενη σήμερα Νεάπολη Λευκωσίας.
Ήταν πολύ καλός μαθητής στη σχολή και γνώστης της θείας λειτουργίας. Μετά τη χειροτονία λαμβάνοντας μέρος στη θεία λειτουργία εξέπληξε το χωρεπίσκοπο ο οποίος αμέσως με το πέρας στης λειτουργίας του υποσχέθηκε ότι σε 3 βδομάδες δηλ στις 22 του Δεκέμβρη θα τον χειροτονούσε ιερέα.
Έτσι κι έγινε. Στις 22 Δεκεμβρίου Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως τον χειροτονεί ιερέα στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου στην Αγλαντζιά.
Αγαπούσε πολύ όλους του χωριανούς και οι χωριανοί το ίδιο, δεν του χαλούσαν χατίρι. Όλοι έλεγαν ο παπάς μας κι έτρεχαν να τον συμβουλευτούν σε κάθε πρόβλημά τους. Τον προσφωνούσαν με τη φράση «θκειε παπά».
Ήταν πολύ φιλόξενος . Δεν άφηνε να κεράσει κανένας άλλος τους ξένους που περνούσαν από το καφενείο του χωριού. Στο σπίτι του σχεδόν καθημερινά είχε ξένους. Στην αυλή του είχε κότες, περιστέρια, κουνέλια. Κάθε χρόνο μεγάλωνε δυο γουρούνια για τα λουκάνικα , τα παστά , τις ζαλατίνες. Δεν υπήρχε λοιπόν πρόβλημα να ετοιμάσει τραπέζι για τους πολλούς φίλους του. Από το σπίτι του πέρασαν απλοί άνθρωποι, επιστήμονες, ιερωμένοι, πολιτικοί. Τους υποδεχόταν με χαμόγελο και ήθελε να νιώθουν άνετα στο σπίτι του.
Ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και στο σπίτι του γίνονταν μυστικές συναντήσεις μελών της οργάνωσης της περιοχής Κυθρέας. Γνωστά πρόσωπα της περιοχής, Στέλιος Πετάσης, Θάσος Σοφοκλέους, Πέτρος Στυλιανού.
Έγινε μέλος του ΕΔΜΑ, Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας που συστάθηκε μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου.
Το 1963 μαζί με τους Εθνοφύλακες φρόντιζε για την ασφάλεια του χωριού του.
Φρόντιζε να παντρεύει τους χωριανούς του για να μένουν στο χωριά με σκοπό να μεγαλώσει η κοινότητά του. Ίσως να φανεί παράξενο αλλά και Τούρκοι πολλές φορές του ζητούσαν να κάνει προξενιό. Γνώριζε τους κοινοτάρχες και πάρα πολλούς Τούρκους της γύρω περιοχής. Ήξερε αρκετά τούρκικα και μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Οι Τούρκοι την αγία εβδομάδα περνούσαν και έφερναν γάλα για να φτιάξουμε φλαούνες.
Μετά τα γεγονότα του 1963 οι Τούρκοι όταν είχαν πρόβλημα υγείας και ήθελαν να πάνε στο νοσοκομείο χτυπούσαν την πόρτα του παπαΕυτύχιου και ζητούσαν να τους συνοδεύσει στη Λευκωσία, πράγμα το οποίο έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ήταν οξύθυμος αλλά παράλληλα καλωσυνάτος. Συγχωρούσε εύκολα και δεν κρατούσε κακία σε κανένα.
Του άρεσε να είναι ενήμερος της πολιτικής κατάστασης. Καθημερινά πήγαινε στο περίπτερο μετά την εισβολή που κατοικούσε στο Καϊμακλί να πάρει την εφημερίδα του να τη διαβάσει και να συζητήσει με τους θαμώνες του καφενείου και να υποστηρίζει σθεναρά κα με επιχειρήματα τη γνώμη του.
Οι τούρκοι μετά τις διακοινοτικές ταραχές, επειδή δεν μπορούσε να θερίσει τα κτήματά του που γειτόνευαν με το χωριό Πέτρα του Διγενή τα θέριζαν και του έφερναν αυτοκίνητο γεμάτο με κριθάρι. Αυτό γιατί τον εκτιμούσαν πολύ.
Μετά τη χειροτονία, λειτούργησε στο χωριό του, στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου, μέχρι την τουρκική εισβολή. Μετά την εισβολή ήρθε στη Λευκωσία κοντά στη μεγάλη του κόρη Ειρηνούλα Παπαμιχαήλ.
Πήγαινε στους Εργάτες και λειτουργούσε με το συμπέθερό του Παπαμιχαήλ μερικές φορές στο Παλαιχώρι. Αργότερα τοποθετήθηκε στην εκκλησία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Νέο κοιμητήριο Λευκωσίας, για τρία χρόνια περίπου, και τελευταία στον άγιο Κασσιανό. Εκεί ένιωθε πολύ χαρούμενος, γιατί μαζί του είχε ψάλτη τον αδελφό του Αλέξανδρο.
Μετά από ατύχημά του νοσηλεύτηκε για για ένα χρόνο στη γεροντολογική κλινική Ιακωβίδη στη Λευκωσία. Πέθανε στις 28.4.1998 και τάφηκε στο Νέο Κοιμητήριο Λευκωσίας.
Ευτύχησε να δει και τα τέσσερα παιδιά του αποκατεστημένα, ακόμα και την εγγονή του τη μεγάλη την Ελένη Παπαμιχαήλ που τη μεγάλωσε στο χωριό ευτύχησε να τη δει παιδίατρο.
Πιστεύω ότι στο σύντομο ταξίδι της ζωής του άφησε στα παιδιά του αρχές και η ζωή του ήταν ένας χείμαρρος από καλοσύνη, ανθρωπιά και προσφορά.
Πάντα μας συμβούλευε να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες με αισιοδοξία. Ο Θεός είναι μεγάλος. Να μη φοβάστε. Πέθανε με τη νοσταλγία του γυρισμού. Ανέβαινε, όταν μπορούσε, στην ταράτσα του σπιτιού της κόρης του στο Καϊμακλί και ατένιζε το χωριό του. «Βρέχει σήμερα στο χωριό, Ελένη», έλεγε στη γυναίκα του.
Όμως δεν άφησε τον καημό της επιστροφής να τον λυγίσει. Τον πήρε στον άλλο κόσμο. Εκεί θα βρει παρηγοριά κοντά στον Παντοδύναμο που υπηρέτησε τόσα χρόνια και στον οποία στήριζε τις ελπίδες του κατά την επίγεια ζωή του.