Διαβάστε το περιοδικό
«Παρέμβαση Εκκλησιαστική»
Τεύχος 19ο
ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΘΕΟΥ
Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου
κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄
Ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ Ἰουνίου εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία στὴν μνήμη τῶν ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων, μὲ τὸ ἔργο τῶν ὁποίων Αὐτὴ θεμελιώθηκε, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Ἀποστολική.
Γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη αὐτῶν τῶν θεμελίων της Ἐκκλησίας (βλ. Ἀποκ. Ἰωάν. κά΄, 19 - 20) καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ
Χριστιανοὶ μᾶς τὴν ἀπροσμέτρητη ἀξία τους, θὰ τοὺς ἀφιερώσουμε τὶς ἑπόμενες γραμμές, μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ὅσα θὰ γραφοῦν, δὲν θὰ εἶναι ἀντάξια αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ δωδεκάστερος στέφανος τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ (ὅ.π., ἴβ΄, 1).
Ὅπως ὁ ἄγ. Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ, ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ ἀπὸ ὁλονύκτια προσευχή, «...προσεφώνησε τοὺς μαθητᾶς αὐτού , καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ’ αὐτῶν δώδεκα, οὖς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε» (Λουκ. στ΄, 13). Μᾶς δίνει κατόπιν καὶ τὰ ὀνόματά τους: «Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαίον , Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτήν, Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο προδότης» (Λουκ. στ΄, 14 - 16). Τὴν θέση τοῦ Ἰούδα ἔλαβε μὲ κλήρωση ὁ Ματθίας (βλ. Πράξ. α΄, 23 - 26).
Ἡ ἐκλογὴ αὐτῶν τῶν Δώδεκα ἀπὸ τὸν Κύριο δὲν ἦταν οὔτε τυχαία, οὔτε αὐθαίρετη. Γνωρίζοντας -ὡς παντογνώστης Θεὸς- τὴν ἄδολη πίστη τους καὶ τὴν ἀγαθὴ προαίρεσή τους, τοὺς ἐπέλεξε γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητος. «Ὅτι οὖς προέγνω, καὶ προώρισε... οὖς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε...» (Ρωμ. η΄, 29). Αὐτοὺς κατέστησε ὑπηρέτες Του καὶ οἰκονόμους τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
Κάτι ποῦ ἀποδεικνύει πόσο ἕτοιμοι ἤσαν ἐσωτερικά, νὰ ἀποδεσμευτοῦν ἀπὸ κάθε ἐγκόσμια φροντίδα καὶ νὰ ἀφοσιωθοῦν πλήρως στὸν καλέσαντα Κύριο, εἶναι τὸ γεγονὸς τῶν Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν κλήση τους «...εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῶ» (Ματθ. δ΄, 22).
Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Ἀποστόλου; Στοὺς χρόνους τοῦ Κυρίου, Ἀπόστολος λέγεται αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπὸ κάποιο σημαντικὸ πρόσωπο (π.χ. βασιλέα) ὡς ἀντιπρόσωπος, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσει κάποιο σπουδαῖο ἔργο στὸ ὄνομα τοῦ ἀποστέλλοντος.
Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, πρῶτος Ἀπόστολος τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, εἶναι αὐτὸς ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ὁλοκλήρωσε τὸ ἐπίγειο μέρος τῆς δικῆς Του ἀποστολῆς, ἀνέθεσε τὴν συνέχισή της στοὺς Δώδεκα Μαθητὲς ποῦ ἐπέλεξε, λέγοντάς τους: «...καθὼς ἀπέσταλκε μὲ ὁ Πατήρ, καγῶ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάν. κ΄, 21), «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάση τὴ κτίσει» (Μάρκ. ἰστ΄, 15).
Γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ποῦ μὲ αὐταπάρνηση καὶ ζῆλο μεγάλο ἐπετέλεσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, δὲν ἦταν ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ἔργο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, «...τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἴνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη, καὶ τὰ ἀσθενῆ του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἴνα καταισχύνη τὰ ἰσχυρὰ» (Ἃ΄ Κορ. α΄, 27 - 28).
Βλέπουμε, λοιπόν, δώδεκα σχεδὸν ἀγράμματους καὶ κατὰ πλειονότητα ψαράδες στὸ ἐπάγγελμα ἀνθρώπους νὰ ἀναλαμβάνουν μιὰ ἀποστολή, ἡ ὁποία ὄχι μόνο γιὰ τὰ δικά τους, ἀλλὰ καὶ γενικῶς γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα εἶναι ἀκατόρθωτη! Ὅταν ὅμως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατέρχεται καὶ τοὺς πλημμυρίζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (βλ. Πρὰξ β΄, 1 - 5), τότε «ἡ Θεία Χάρις ἥ τα ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» τοὺς μεταβάλλει σὲ Ἀποστόλους, ἄξιους συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ πρώτου Ἀποστόλου καὶ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἔτσι, οἱ ἁλιεῖς τῶν ψαριῶν ἔγιναν -κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Κυρίου- «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. δ΄, 19) καὶ μὲ τὸ ἀγκίστρι τοῦ λόγου ἀνέσυραν ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς πλάνης ἀμέτρητα λογικὰ ψάρια, τοὺς πλανεμένους ἀνθρώπους. Αὐτὸ συνέβη, διότι ὁ λόγος τῶν Ἀποστόλων δὲν ἦταν πλέον λόγος ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἀγραμμάτων, ἀλλὰ λόγος Θεοῦ. «Οὒ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμὶν» (Ματθ. ι΄, 20), τοὺς βεβαίωσε ὁ Κύριος.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἤσαν ἄσημοι, πάμπτωχοι, ἄοπλοι, ἀδύναμοι, «ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων» (Ματθ. ι΄, 16) καὶ ἔγιναν «θέατρον... τῷ κόσμω, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» (Ἃ΄ Κορ. δ΄, 9)• παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιτελοῦσαν τὸ ἀποστολικό τους ἔργο πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρελιασμένοι, ξυλοδαρμένοι, «λοιδορούμενοι», «διωκόμενοι», «βλασφημούμενοι»• παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κατήντησαν νὰ θεωροῦνται «ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου» καὶ «πάντων περιψημα» , μὲ τὸ κήρυγμά τους «μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίω πλήθη ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικὼν» (Πράξ. ε΄, 14).
Στὴν ἀθρόα προσέλευση τοῦ λαοῦ στὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, συνέβαλε τὸ πλῆθος τῶν σημείων (θαυμάτων), τὰ ὁποῖα αὐτοὶ τελοῦσαν, ἀφοῦ ὁ Κύριος τους ἔδωσε τὸ χάρισμα, λέγοντας: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε» (Ματθ. ι΄, 8).
Ὁ Κύριος ὅμως δὲν προίκισε τοὺς Ἀποστόλους μόνο μὲ τὸ χάρισμα τῶν «σημείων», ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν ἐξουσίαν, ποῦ ὁ Ἴδιος εἶχε λάβει «ἐν οὐρανῶ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κή΄, 18). Ἔτσι, βλέπουμε νὰ τοὺς κάνει μετόχους στὸ δικαίωμα τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν», ποῦ ἀνῆκε μέχρι τότε ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό: «Ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῶ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῶ» (Ματθ. ἰη΄, 18).
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἐξουσία προικισμένοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καθοδηγούμενοι συνεχῶς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὀργάνωσαν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, χειροτονώντας κατὰ τόπους ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους «ποιμένειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ» (Πράξ. κ΄, 28).
Ἔδειξαν, τέλος, μὲ τὴν συγκρότηση τῆς Ἀποστολικῆς λεγομένης Συνόδου (βλ. Πράξ. ἴε΄, 1 - 21) τὸν τρόπο ἐπιλύσεως τῶν θεμάτων πίστεως καὶ κανονικῆς τάξεως, τὰ ὁποῖα κατὰ καιροὺς ἀνακύπτουν στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ πρότυπο γιὰ τὴν συγκρότηση στὴ συνέχεια τῶν Τοπικῶν καὶ κυρίως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες «ἐν Ἁγίω Πνεύματι» διετύπωσαν τὰ Δόγματα τῆς Πίστεως καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ρυθμίζουν τὰ θέματα διοικήσεως καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναφέρουμε ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο καθοδηγοῦσε τοὺς Ἀποστόλους «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ἰστ΄, 13) καὶ τοὺς ἐστήριζε στὴν δύσκολη, ἀλλὰ σωτήρια ἀποστολή τους, εἶχε ἤδη προτυπώσει καὶ προεικονίσει αὐτοὺς καὶ τὸ ἔργο τους στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ πολλοὺς τύπους. Ἃς δοῦμε μερικούς:
Οἱ δώδεκα υἱοὶ τοῦ Ἰακώβ, οἱ κατὰ σάρκα γενάρχες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, προτύπωσαν τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα γέννησαν ἐν Χριστῷ (βλ. Ἃ΄ Κορ. δ΄, 15) καὶ ἔγιναν κατὰ πνεῦμα γενάρχες τοῦ νέου Ἰσραήλ, τοῦ πλήθους δηλαδὴ τῶν πιστῶν της Ἐκκλησίας.
Δώδεκα ἤσαν οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων στὴν ὄαση Αἰλεὶμ (βλ. Ἔξοδ. ἴε΄, 27) , ὅπου κατεσκήνωσε ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἤπιε καὶ ξεδίψασε. Πηγὲς πνευματικοῦ ὕδατος ἔγιναν οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, ποῦ ξεδίψασαν μὲ τὰ νάματα τοῦ θείου λόγου τὴν ἀνθρωπότητα.
Δώδεκα ἤσαν οἱ χάλκινοι βόες (βλ. Γ΄ Βασιλ. ζ΄, 30) (βόδια), πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζοταν ἡ χάλκινη θάλασσα στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ προτύπωναν τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ὡς «λογικοὶ βόες» ἐγεώργησαν μὲ τὸ ἄροτρο τοῦ Σταυροῦ ὁλόκληρη τὴν γῆ, γιὰ νὰ καρποφορήσει ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Δώδεκα ἤσαν καὶ οἱ κώδωνες (βλ. Ἔξοδ. κή΄, 29 - 30) στὴν στολὴ τοῦ Ἀρχιερέως (ποῦ ἱερουργοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος), ὁ ἦχος τῶν ὁποίων προτύπωνε τὸ κήρυγμα τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, μὲ τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε στὴν γῆ ἡ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» προσκύνηση καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὶς προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν μένει παρὰ νὰ κλείσουμε μὲ τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τοὺς Ἀποστόλους ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ρήτορα, λέγοντας μαζί του:
«Χαίρετε πύλαι τῆς ἄνω Σιῶν, ἃς ἀληθῶς ἠγάπησεν ὁ Κύριος ὑπὲρ πάντα τα σκηνώματα Ἰακώβ . Χαίρετε τῶν τοῦ κόσμου κτισμάτων ἡ ἀπαρχή, τῶν δαιμόνων ἡ συντριβή, τῶν πιστῶν ἡ καταφυγή... τῶν πλανωμένων οἱ ὁδηγοί, τῶν ἐσκοτισμένων οἱ φωτισταί, τῶν ἀρρωστούντων οἱ ἰαταί• χαίρετε καὶ ἱκετεύσατε τὸν πάσης παρακλήσεως καὶ χάριτος Θεόν... τὴν οἰκείαν ἐπισκέψασθαι κληρονομίαν... καὶ θεῖναι... τοὺς ἄρχοντας ἐν εἰρήνη, ὥστε ἐμπλησθῆναι τὴν σύμπασαν γῆν τῆς ἐπιγνώσεως Αὐτοῦ... καὶ προσκυνεῖν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῶ καὶ τῷ Ἁγίω Πνεύματι, τὴ μιὰ Θεοτητι καὶ Βασιλεία καὶ Δυνάμει νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».