Του Στέλιου Παπαντωνίου
Η θητεία μου στην εκκλησία αγίου Κασσιανού υπήρξε δόξα τω Θεώ μακρά. Ο μακαριστός παππούς μου Στέλιος Ιωάννου Ψημολοφίτης, παπουτσής το επάγγελμα, με πήρε στα οχτώ μου χρόνια από το χέρι μια Κυριακή και με οδήγησε στο ψαλτήρι, την εποχή που ένας νέος τότε ψάλτης ήρθε στην εκκλησία μας, ο Αλέξανδρος Παπαχριστοδούλου. Η μέρα αυτή μου είναι ακόμα αξέχαστη, γιατί ήταν καθοριστική για την όλη μου πορεία και σχέση με την εκκλησία. Το στασίδι του ψάλτη στην εκκλησία μας είναι πολύ ψηλότερο των άλλων, κι έτσι εγώ, μη μπορώντας ακόμα να σταθώ σε σκάμνο, στεκόμουν μπροστά στον ψάλτη που έβαζε πολλές φορές το χέρι του στο κεφάλι μου, μακάρι να ήταν ευλογία έστω και ψάλτου, γιατί η ψαλτική με κέρδισε, έστω κι αν δεν είχα θητεύσει ως τότε σε σχολές βυζαντινής μουσικής. Ο Αλέξανδρος αποδείχτηκε άριστος εκτελεστής, άριστος ψάλτης, μεγάλη φωνή και πιστός στον άγιό του σʼ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Γύρω στο 1955 καντηλανάφτης της εκκλησίας ήταν ο θείος μου Κόκος, αδελφός της μάνας μου, νυμφευμένος στη Λακατάμια. Επειδή όμως δεν μπορούσε καθημερινά να βρίσκεται στην εκκλησία, γιατί τότε ο Παπάκωστας λειτουργούσε καθημερινά, όρθρο εσπερινό, αντικαθιστούσα εγώ το θείο, κι έτσι έμαθα την τάξη αλλά και όλα όσα διδάσκει η εκκλησία στο φοιτητή της, να διαβάζω σωστά την ελληνική των ύμνων και ψαλμών, του ευαγγελίου και των αποστολικών αναγνωσμάτων, να ξεχωρίζω το αρμόζον ύφος και να εκτελώ σωστά ό, τι απαιτούσε η λειτουργία. Μέσα στην εκκλησία ο άνθρωπος ξεθαρρεύει, και παρά την ντροπαλότητα που με διέκρινε, κατόρθωσα να μετέχω άριστα στις τελετές, με το ανάλογο ύφος, γιατί δεν είναι το ίδιο να κρατάς μια σκούπα και να κρατάς εξαπτέρυγο ή λαμπάδα ή να θυμιατίζεις ή να προσφέρεις το ζέον στον παπά, δεν είναι το ίδιο να διαβάζεις εξάψαλμο ή απόστολο ή προφητείες.
Μια μεγάλη ευλογία για την εκκλησία μας την περίοδο 1950 ως 1974 ήταν ο μακαριστός ιερέας μας Παπακωνσταντίνος Παπαβασιλείου. Σεμνός, χωρίς υπερβολές, μετρημένος και ως άνθρωπος και ως ιερέας, καλλίφωνος και προπάντων μερακλής, όσο κανένας ως τώρα ιερέας που γνώρισα. Τι σημαίνει μεράκι στον παπά; Να τηρεί τους κανόνες, να ιερουργεί με όλη την ψυχή του, να καλεί με τον τρόπο του τους πιστούς να μετέχουν στα ιερά δρώμενα, να είναι το πρότυπο της εκφοράς του λόγου, της απαγγελίας. Κι αυτός ήταν ο Παπάκωστας. Κάμαμε μαζί εκατοντάδες εσπερινούς, μια μέρα θυμάμαι χάθηκε το Ωρολόγιον, έβαλε ευλογητό, άρχισα κι εγώ να εκφωνώ τον Προοιμιακό, έρχεται να ψάλλουμε μαζί το Κύριε εκέκραξα, το Ρολόι πού είναι, μου λέει, δεν ξέρω, απʼ έξω τα είπες; Ναι. Μικράκι εγώ, αλλά με την επανάληψη τα μαθαίνει κανείς, μη νομίζετε πως καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να τα μάθει, η επανάληψη είναι η μήτηρ των επιστημών, repetitio est mater sturiorum, λατινιστί λεγόμενο. Κατά τα σαρανταλείτουργα, πριν πάω στο σχολείο έπρεπε να αναλάβω να μοιράσω στα σπίτια της γειτονιάς, όσοι μνημονεύονταν, την καθημερινή τους μερίδα, ένα αντίδωρο από ψωμί, με μια τρυπίτσα πάνω, μαρτυρία ότι μνημονεύτηκαν οι δικοί τους, κι έτσι πρωινιάτικα χτυπούσα πόρτες και μοίραζα μερίδες.
Μαζί με τον Παπάκωστα στους καλαντισμούς στα σπίτια, ιδιαίτερα τα Θεοφάνεια και μετά οι επισκέψεις για να πληρωθεί για τα σαρανταλείτουργα, το μεταλλικό δοχείο που κρατούσα με τον αγιασμό γέμιζε κέρματα, οι τσέπες του ράσου του φουσκωμένες τρανταμέντα, κι εγώ με το ανάλογό μου, μάλλον ψιλοπράματα, μα η χαρά του ήταν μεγάλη, είχε πολλά στόματα να θρέψει, κόρες να προικίσει, υποχρεώσεις πολλές που τον απασχολούσαν. Με τους ψαλτάδες ταʼ βρισκε, δε θυμάμαι καμιά φορά να κακοκαρδίστηκε κανένας, ο καθένας τη δουλειά του την έκαμνε καλά, με όλους τους μετέπειτα καντηλανάφτες το ίδιο, με το μακαρίτη γέρο Χαράλαμπο και τη Μαρία του από τη Μικρά Ασία, έμενε με την οικογένειά του στην αυλή της εκκλησιάς, πολλά σπιτάκια μικρά μικρά, και του παπά μας το μεγαλύτερο στην οδό αγίου Κασσιανού, κάποτε ρίχτηκαν όλα καταγής, ένας κόσμος σβήνεται κι από δικούς και ξένους, γιατί μέσα στα σπίτια ζουν κι αναπνέουν οι ψυχές των ανθρώπων, και τριγυρίζουν ακόμα εκεί και θα τριγυρίζουν όσο εγώ τουλάχιστον είμαι ζωντανός.
Μαζί στους γάμους, στο ευαγγέλιο, βρισκόμουν κοντά στο ποτήρι, γεμίσατε τας υδρίας ύδατος και εγέμισαν αυτάς έως άνω, έβαζα νερό στο ποτήρι κι ύστερα γίνεται το θάμα, γέρνω κρασί στο νερό, το ύδωρ οίνον γεγενημένον, όλα αυτά να παρουσιάζονται και το θάμα να ξαναγίνεται σε κάθε γάμο, τώρα χάθηκαν, λεπτομέρειες, ποιος τις παρατηρεί, κι όμως ο Παπάκωστας τοʼ θελε να ξαναγίνεται το θάμα, να το βλέπουν και να καταλαβαίνουν οι πιστοί, οι νεόνυμφοι και παράνυμφοι. Κι ύστερα, τότε, στο Ησαϊα χόρευε, να πέφτει ξύλο στη ράχη του γαμβρού, να αποδείξει πως είναι άξιος για τα μελλούμενα βάρη, να πέφτουν τα ρύζια και τα λουλούδια βροχή, κι η νύμφη να προσπαθεί να πατήσει το πόδι του γαμπρού, η γυνή να φοβείται τον άνδρα.
Μαζί στις κηδείες, ο γέρο Νικόλας, κοντά στους Γιωργαλλίδηδες να ξεψυχά κι εγώ με το φανάρι, μέσα το κερί, ο Παπάκωστας με τη θεία κοινωνία, ή μετά το δυστύχημα με τη μοτοσυκλέτα, κάπου εκεί στου Ζαρίφη, προς την τουρκογειτονιά, στο δρόμο για την αγια Σοφιά, στο σπίτι με τους πολλούς σιωπηλούς λυγμούς. Έβαλαν κάτω από το φέρετρο πιάτο να γεμίζει τα αίματα, λέγανε. Έτσι συνηθίζει κανείς τις κηδείες, τους γάμους, τις βαφτίσεις, όλα με την τάξη τους, με τη χαρά ή τη λύπη τους, η εκκλησία πρώτη και καλύτερη στην αρχή και στο τέλος της ζωής και πέρα απʼ αυτήν με τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα, εκατοντάδες τα πιάτα στα κοντάκια, μεγάλη η γειτονιά μας, μελίσσι. Κέντρο του η εκκλησιά. Κι ο Παπάκωστας, καραβοκύρης άγρυπνος, χωρίς περιττές παρατηρήσεις, κι όμως τα πάντα πρόσεχε, πρόσεξε, μου λέει σε κάτι βαφτίσια, πώς στέκεται ο νονός στοʼ να πόδι. Μια στάση κορμί καμπύλο σαν τόξο, ανάρμοστη στην εκκλησιά, ενώ αν στεκόταν και στα δυο ολόρθος, δε θα κουραζόταν τόσο, και θαʼ δειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό στην ιερότητα του χώρου. Έκτοτε, πάντα στα δυο, σχεδόν προσοχή, να τον θυμάμαι να παραγγέλλει χωρίς να θίγει, να συμβουλεύει χωρίς να μειώνει.
Άφησα τελευταία τη μεγάλη βδομάδα γιατί ύστερα από τις προηγιασμένες που πάντα δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω γιατί έπρεπε να πάρω δυο τρία βιβλία και δεν καταλάβαινα τη σειρά, μέχρι που καταγράφτηκαν όλα σε ένα και τα βρίσκει πια κι ο αδαής, μετά λοιπόν τις προηγιασμένες που έκαμνε μαζί με το μακαρίτη θείο Κόκο, ερχόταν η μεγάλη βδομάδα με τον πολύ ιερατικό κάματο. Από την Κυριακή των Βαϊων, με την ελιά έτοιμη κοντά στο ευαγγέλιο, μόλις πει άλλοι έκοπτον κλάδους από των δένδρων, εμείς να βουτάμε το μεγάλο κλώνο και να κατακόβουμε την ελιά, να στρώνουμε στο δάπεδο, να περάσει ο Χριστός με το γαϊδουράκι του, το βράδυ στο νυμφίο, με όλη τη θλίψη πια να κατέρχεται στην εκκλησιά σταλαγματιά σταλαγματιά, ο νυμφίος από το χέρι του Παρθένιου Κιρμίτση, χαρακτηριστικός για την πίκρα του, μʼ αυτόν συνηθίσαμε, έστω και μη βυζαντινός, όμως κι όταν μας έφεραν άλλο, οι ενορίτες ήθελαν τον παλιό τους, το συνηθισμένο, στην εκκλησιά δεν είναι εύκολο να εισάγεις καινοτομίες, ούτε μια αν είναι δυνατό, τίποτε να μην αλλάξει, κάποιος θα το προσέξει κι εσύ πρέπει ναʼ χεις απάντηση αποδεχτή. Τη μεγάλη Τρίτη ο Αλέξανδρος με μας να ψάλλει την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσαν, την Τετάρτη άγιον ευχέλαιο, και να ρίχνουμε ό, τι ο καθένας προαιρείται στο δίσκο, ο παπάς μας αξίζει, έχει ανάγκες, μεγάλη οικογένεια, ποιος θα τον βοηθήσει; Την Πέμπτη το πρωί νʼ ανάβει μαγκάλι, να ετοιμαστεί ο δεύτερος αμνός, για όλο το χρόνο, για την περίσταση, τα μαύρα παντού, στο εικονοστάσι, στους πολυελαίους, στον άμβωνα, δώδεκα ευαγγέλια, αλλά ο παπάς μας πρέπει να δείξει πως έχει αντοχές, στο τελευταίο στην κατάληξη, οι δε πορευθέντες μια οχτάβα ψηλότερα κι ο ενθουσιασμός να καταλαμβάνει, σʼ όλων τα αφτιά έμεινε εκείνο το οι δε πορευθέντες κι άλλο δεν ανέχονται, έγινε το μέτρο, αθανατίστηκε στο χρόνο, η φωνή του, το ύφος, ό, τι το δακρυόεν γελάν, ό, τι η χαρμολύπη της ορθοδοξίας. Ναʼ ν καλά εκεί που βρίσκεται. Αθάνατος. Τη μεγάλη Παρασκευή με τις μυροφόρες, τον επιτάφιο, τα εγκώμια από γυναικωνίτη με το Θάσο, ύστερα οι ψαλτάδες το Άξιόν εστί, κι ύστερα η περιφορά του επιταφίου με τους ψάλτες της μιάς νυχτός, έκστιθι φρίττων ουρανέ, με τα εξαπτέρυγα να χτυπιούνται, οι άγγελοι τραβούν τα μαλλιά, ολοφύρονται, μαζί όλοι οι πιστοί στο ιερό, αρσενικοί βέβαια, να ψάλλουν και να περιφέρουν το ιερό σώμα, εν τάφω κατατίθεται, στην αγία Τράπεζα. Και την άλλη μέρα με τα λαμπρά του λευκά, το κάνιστρο με τα φύλλα της κιτρομηλιάς πουʼ φερνα από το περιβόλι της θεια Καλλιόπης, κοντά στους Μαρτάδες, ύστερα φυλάκιο το 63-64, να μοσχομυρίζουν, τα λουλούδια, πέταλα να τα σκορπίζει στους πιστούς με το ανάστα ο Θεός, και το σεισμό των σκάμνων, τα εξαπτέρυγα με την ελληνική σημαία να τρέχουν στο ναό, ο κόσμος να αγαλλιά με την ανάσταση και τα ίδια με το τέλος του ευαγγελίου, οι σκάμνοι επιτελούν έργο διττό, χτυπούν κι εγείρουν ενώ σʼ αυτούς ακουμπούν και κάθονται τις άλλες ώρες οι πιστοί. Σοφόν έργον η κατασκευή τους, τουλάχιστο στην εκκλησιά μας, και πιο σοφό στο άγιον όρος. Το βράδυ του Σαββάτου πάλι άγιο ευχέλαιο, να ετοιμαστούν όσοι θα μεταλάβουν την Κυριακή, στο δάπεδο μυρσίνια, ένας δίσκος στο προαύλιο της εκκλησιάς για τον καντηλανάφτη, ένα παιδί μπροστά, με τη μερρέχα, εγώ, Κυριακή του Πάσχα, κι ύστερα μαζί στον εσπερινό της αγάπης, λίγα πρόσωπα πια, αλλά οι λιτανείες καθημερινές γύρω στις έντεκα, ως την Κυριακή του Θωμά, κάπου εκεί χανόταν στη Φασούλα, το χωριό του, χρειαζόταν την ξεκούραση, τον αντικαθιστούσε ο Παπανέαρχος, ο αδελφός του, ιερέας στη Φανερωμένη.