Του Σταύρου Σ. Φωτίου, αναπλ. καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου.
O Χριστός κομίζει στον κόσμο ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση Θεού, ανθρώπου και Φύσης: ο Θεός είναι πατέρας, οι άνθρωποι αδελφοί, η Φύση μέγας οίκος. Οι άνθρωποι που αποδέχονται αυτή την πρόταση ζωής -που συνεπάγεται αντίστοιχη ιεράρχηση αναγκών, δηλαδή συγκεκριμένο ήθος- συνιστούν την Εκκλησία.
Η βιοθεωρία της Εκκλησίας δεν καλύπτει μόνο μια πτυχή της ζωής -τη λεγόμενη θρησκευτική- αλλά κάθε έκφανση του βίου. Συνεπώς η Εκκλησία επιζητεί να μεταμορφώσει τα πάντα. Η πολιτική μεταμορφώνεται σε διακονία, προάγει τους συνεκτικούς δεσμούς των ανθρώπων, δημιουργεί συλλογικό όραμα ζωής που αποτρέπει κάθε ατομικισμό και ρήξη με τον συνάνθρωπο. Η εργασία μεταμορφώνεται σε λειτούργημα, καταφάσκει τις ικανότητες του ανθρώπου να εξανθρωπίσει τη Φύση και να κοσμήσει τον κόσμο. Η οικονομία μεταμορφώνεται σε φιλανθρωπία, σε θεραπεία συγκεκριμένων αναγκών συγκεκριμένων ανθρώπων, εκφράζει την ιδιαίτερη προσφορά του ενός προς τους πάντες. Η τέχνη μεταμορφώνεται σε δημιουργία, εκφράζει τη ροπή του ανθρώπου να φτιάξει έργα καινά, να καταξιώσει την ωραιότητα εκείνη που σώζει την κτίση από την καταστροφή.
Η μεταμόρφωση αυτή σύνολης της ζωής πρέπει να γίνεται με ένα και μοναδικό τρόπο: τη δημιουργική πρόσληψη, την πνευματική μαρτυρία, τη γόνιμη παρουσία. Σεβόμενη απόλυτα την ελευθερία των ανθρώπων η Εκκλησία καλείται να πείσει όσους αγωνιούν για το νόημα της ζωής, όσους πεινούν και διψούν για ελευθερία και αγάπη, ότι αυτό το «εν ου έστι χρεία» που αναζητούν είναι ζωντανό σ’ αυτή.
Στην πορεία της για μεταμόρφωση της ζωής, στη συνάντησή της με τον κόσμο, η Εκκλησία κινδυνεύει από δύο πειρασμούς. Ο πρώτος ονομάζεται εκκοσμίκευση. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία αφομοιώνεται από τον κόσμο, υιοθετεί τις αντιλήψεις και τα κριτήριά του, χάνοντας έτσι την αυτοσυνειδησία της και λησμονώντας την αποστολή της. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία υποβιβάζεται σε έναν κοινωνικό θεσμό, που ικανοποιεί τις λεγόμενες «θρησκευτικές ανάγκες» του λαού. Η παρουσία της στον κόσμο παύει να είναι κριτική για οτιδήποτε υποβιβάζει τον άνθρωπο και εξαθλιώνει την κοινωνία· ο λόγος και η πράξη της δεν δημιουργούν έσωθεν και έξωθεν αλλαγές.
Ο αντίστροφος πειρασμός για την Εκκλησία στη σχέση της με τον κόσμο είναι ο σεκταρισμός, η εγκατάλειψη δηλαδή του κόσμου και η περιχαράκωση της Εκκλησίας στον εαυτό της. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία εκλαμβάνεται ως μια ομάδα «τέλειων και καθαρών», που ασχολείται με τα δικά της στο περιθώριο της Ιστορίας. Η Εκκλησία εξαντλείται στα λεγόμενα θρησκευτικά θέματα, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο. Πολύ περισσότερο αισθάνεται φοβισμένη για οποιαδήποτε έξοδό της στον κόσμο. Εδώ ο φανατισμός και ο «ζήλος χωρίς επίγνωση» εμφανίζουν τα πάντα να απεργάζονται τη διάλυση και την καταστροφή: «Επίκειται το τέλος του κόσμου», «θα πέσει φωτιά να μας κάψει», είναι τα συνήθη μοτίβα του θρησκόληπτου πνεύματος, που αναπτύσσεται στο θερμοκήπιο της αλλοφοβίας και του φονταμενταλισμού.
Τις συμπληγάδες εκκοσμίκευσης και σεκταρισμού εκαλείτο πάντοτε να διέλθει αλώβητη η Εκκλησία. Αυτό καλείται να πράξει και σήμερα. Τούτο επιτυγχάνεται όταν η Εκκλησία έχει ως κριτική συνείδησή της τη θεολογία. Έχοντας θεολογική αυτοσυνειδησία η Εκκλησία κομίζει στην κοινωνία άγγελμα για τα μέγιστα και τίμια της ζωής: το άθλημα της θεογνωσίας και την τέχνη της αυτογνωσίας, την επιστήμη της κοινωνικότητας και τη θεωρία του περιβάλλοντος κόσμου. Μια Εκκλησία που έχει συνείδηση της αποστολής της αναμετράται με τα μεγάλα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου: την παγκοσμιοποίηση και την πείνα, την κλωνοποίηση και την εικονική πραγματικότητα, την απώλεια νοήματος και τη φυγή στα ναρκωτικά. Μια ελευθεροποιός Εκκλησία διαλέγεται με τον σύγχρονο άνθρωπο, αρθρώνει θεολογία για την οικονομία και τον πολιτισμό, την ποίηση και τη μουσική, την ψυχαγωγία και την αρχιτεκτονική. Προπάντων σε αυτή βιώνεται ήθος θέωσης και νίκης επί του θανάτου -κάθε λογής θανάτου.
Αποκρούοντας, λοιπόν, η Εκκλησία τους πειρασμούς της εκκοσμίκευσης και του σεκταρισμού, προάγει το όραμα για ένα κόσμο φιλοθεΐας και φιλαδελφίας, μια κοινωνία ενότητας και διαφοράς, έναν πληθυντικοενικό πολιτισμό.