Του Πέτρου Παπαπολυβίου, αναπλ. καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Για ένα ακόμη, σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα θα μιλήσουμε σήμερα, για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, για την οποία οι γνώσεις μας παραμένουν ελλιπείς και αποσπασματικές. Πρόκειται για το βιβλίο του Κωστή Κοκκινόφτα, «Η Μονή Κύκκου στο Αρχείο της Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1634-1878)», που εκδόθηκε από το Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, όπου εργάζεται ο οτρηρός συγγραφέας, από τους πιο σεμνούς, αθόρυβους και παραγωγικούς μελετητές της σύγχρονης κυπριακής ιστοριογραφίας.
Ο Κοκκινόφτας, ο οποίος έχει να επιδείξει τεράστιο συγγραφικό έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται σημαντικές μελέτες και βιβλία για την ιστορία της Κύπρου, αλλά και εκδόσεις αρχειακών πηγών και αθησαύριστων δυσεύρετων κειμένων, αφιέρωσε πολλά χρόνια για την έκδοση του συγκεκριμένου τόμου, αφού έπρεπε να μεταγράψει δεκάδες έγγραφα που εντόπισε στο Αρχείο της Αρχιεπισκοπής, τα οποία σχολιάζει εξαντλητικά, στην εκτενέστατη εισαγωγή του. Είναι από τα βιβλία που σπανίζουν στις ημέρες μας, καθώς απαιτούν αφοσίωση, μόχθο και ωριμότητα. Μπορεί, δυστυχώς, οι αναγνώστες να αποφεύγουν αυτά τα βιβλία, καθώς σύμφωνα με την κυπριακή παραδοξότητα αρέσκονται να ομιλούν όλοι, σχετικοί και άσχετοι για την «Ιστορία», χωρίς να διαβάζουν ιστορία, όμως αυτά τα έργα συνθέτουν την επιστημονική υποδομή της ιστορίας του τόπου και όχι τα εύπεπτα και θορυβώδη «ευπώλητα». Τι μαθαίνουμε από το καινούργιο βιβλίο του Κωστή Κοκκινόφτα, πέρα από την αυστηρά επιστημονική και μεθοδική έκδοση πηγών της οθωμανικής περιόδου, χωρίς ιδεοληψίες και νεφελώδεις χειραγωγήσεις, που εντοπίζονται σε άλλες βιαστικές και πρόχειρες σύγχρονες αναγνώσεις της κυπριακής εμπειρίας της Τουρκοκρατίας;
Τα κείμενα που εκδίδει ο Κ. Κοκκινόφτας, μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς η Μονή Κύκκου απέκτησε τεράστια αίγλη που ξεπέρασε τα κυπριακά όρια και απλώθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή και στον ορθόδοξο βαλκανικό και σλαβικό κόσμο, τη σημασία που είχε η εικόνα της Παναγίας της Κυκκώτισσας και η λιτάνευσή της, πληροφορίες για τη συμβολή της Μονής και κατ’ επέκταση της κυπριακής Εκκλησίας στην εκπαίδευση και στην κοινωνία του νησιού μέχρι το 1878, στοιχεία για τις κυπριακές «πρεσβείες» στην Υψηλή Πύλη στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, πολύτιμες μαρτυρίες για φυσιογνωμίες όπως τον Μητροπολίτη Αγκύρας Σεραφείμ Πισσίδειο, τον Κώου Παγκράτιο, τον Τριμυθούντος Χρύσανθο, τον Κρητικό Γρηγόριο Σιναΐτη, ή για μοναχούς που έζησαν μιαν ελκυστική τυχοδιωκτική ζωή, όπως ο «αιώνιος φοιτητής» στην Αθήνα και την Εσπερία, Λαυρέντιος Μυριανθεύς.
Η ακτινοβολία της Μονής Κύκκου και των άλλων ορθόδοξων προσκυνημάτων του νησιού, τελευταίου σταθμού των προσκυνητών προς τους Αγίους Τόπους, συνέβαλε στο να δημιουργήσει η Μονή ένα τεράστιο δίκτυο Μετοχίων, που βοηθούσε στην οικονομική της ευρωστία και διαιώνιζε την αίγλη της. Κυκκώτικα Μετόχια εκτός της Κύπρου υπήρχαν στη Γεωργία, στην Κω, στην Κωνσταντινούπολη, την Ξάνθη, την Προύσα, τις Σέρρες, τη Σμύρνη, κ.ά.
Στην Πόλη το κυκκώτικο μετόχι βρισκόταν στο Διπλοκιόνιο (σημερινό Μπεσίκτας), στις μαγευτικές ακτές του Βοσπόρου, και λειτουργούσε ατύπως ως «προξενείο και πρεσβεία» της Κύπρου. Όπως μαθαίνουμε από το βιβλίο του Κ. Κοκκινόφτα, από εκεί οι αποστολές των Κυπρίων επισκέπτονταν τον Πατριάρχη «και τους υπουργούς της Υψηλής Πύλης» με τα «δώρα τους»: «Ικανήν ποσότητα κουμανδαρίας και σιροπίου της βιολέτας (ία)» αλλά και το απαραίτητο «μπαξίσι»...