Η γιορτή των Γραμμάτων άρχισε να εορτάζεται γύρω στα 1805 - 1820 στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, όπως και στην Ιόνιο Ακαδημία, το 1826. Η συνήθεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα με επίσημο οργανωτή το Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1842, και έκτοτε σταδιακά πήρε τον συμβολικό χαρακτήρα που γνωρίζουμε όλοι από τα μαθητικά μας χρόνια. Για την Κύπρο, όπως έχουμε πει κι άλλοτε, η παλαιότερη μαρτυρία που υπάρχει για τον εορτασμό, είναι το 1853, στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, ενώ από το 1859 καθιερώνεται ως η «ιδία εορτή» του ιστορικού σχολείου, που γιόρτασε αισίως πριν από μερικές ημέρες τα 200 χρόνια από την ίδρυσή του, το 1812, από τον εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό.
Ήδη, μιλώντας στις 30 Ιανουαρίου 1865 στη Λεμεσό, ο σχολάρχης Δημήτριος Λανίτης Νικολαΐδης (1823-1888), ο πρώτος Κύπριος που φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (στη Φιλοσοφική, το 1842, ενώ πριν μαθήτευσε στην Ιόνιο Ακαδημία), τονίζει ότι «ουδεμία διάταξις, ουδείς του σχολικού νόμου ορισμός διετηρήθη άχρι σήμερον μετά τοσαύτης ακριβείας και τάξεως, όσον ο περί της σημερινής πανηγύρεως, όσον η περί την επέτειον ταύτην τελετήν πρόθυμος των πολιτών συρροή».
Έναν αιώνα αργότερα, ο Κλεόβουλος Μυριανθόπουλος, στο βιβλίο του «Η παιδεία εν Κύπρω επί Αγγλοκρατίας» (Λεμεσός 1946) καταγράφει τις ακόλουθες πληροφορίες για την «εορτή των Τριών Ιεραρχών ή των Γραμμάτων»: «Η εορτή αύτη εωρτάζετο από αμνημονεύτων χρόνων μετά σεμνότητος και μεγαλοπρεπείας. Την προηγουμένην ημέραν μετά τα μαθήματα, μαθηταί και διδάσκαλοι αφού περιήρχοντο ωρισμένους δρόμους ψάλλοντες διάφορα εκκλησιαστικά άσματα κατέληγον εις τας εκκλησίας και παρηκολούθουν τον εσπερινόν. Την επομένην παρηκολούθουν την θείαν λειτουργίαν και μετά ταύτην σύμπαν το εκκλησίασμα μετά του κλήρου μετέβαινε εις την σχολήν όπου θα εγένετο η τελετή. Μετά τον συνήθη αγιασμόν ο ρήτωρ εξεφώνει τον πανηγυρικόν αναφερόμενον ως επί το πλείστον εις την ζωήν, την κοινωνικήν και την εκκλησιαστικήν δράσιν των Τριών Ιεραρχών. Ηκολούθουν άσματα και απαγγελίαι υπό μαθητών και μαθητριών και ο εθνικός ύμνος έκλειε την όλην εορτήν. Εις Λευκωσίαν όπου η τελετή εγένετο εις τον καθεδρικόν ναόν, λειτουργούντος και του Αρχιεπισκόπου, κατά παλαιόν έθιμον παρετίθετο κατά την ημέραν ταύτην εν τη Αρχιεπισκοπή επίσημον γεύμα εις τους Καθηγητάς και Διδασκάλους».
Η έλευση των Βρετανών, το 1878, διαφοροποίησε τα δεδομένα και στην εκπαίδευση. Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών απλώθηκε σε όλη την Κύπρο και ο χαρακτήρας της έγινε καθαρά εθνικός, στα πλαίσια του μεγαλοϊδεατικού προσανατολισμού του κυπριακού αλυτρωτισμού: Ο Μιχαήλ Βολονάκης μιλώντας την πρώτη χρονιά της δεκαπενταετούς γυμνασιαρχίας του, τον Ιανουάριο του 1897, μετέφερε και στην Κύπρο το σχήμα της σύνδεσης αρχαιότητας - ορθοδοξίας και σύγχρονου Ελληνισμού και οριοθέτησε την «αποστολή» των εκπαιδευτηρίων:
«Εν τοις σχολείοις σφυρηλατείται η αδαμαντίνη εκείνη ρίνη, η ασφαλώς ρινίζουσα και κατασυντρίβουσα τας αλύσεις της μισητής, της επαράτου τυραννίδος. Εν τοις σχολείοις ημών η χρυσή αύτη νεότης εντρυφώσα εν τω αειθαλεί της αθανάτου αρχαιότητος λειμώνι καταυγαζομένω και υπό του ανεσπέρου φωτός της τρισηλίου θεότητος καθίσταται κοινωνία ευγενών και μεγάλων φρονημάτων, αγλάισμα της πατρίδος, και αξία της προσωνυμίας του Έλληνος, όστις υπήρξεν, είναι, και θα είναι ο ευγενέστατος της γης λαός».
του Πέτρου Παπαπολυβίου, αναπλ. Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου