Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος την Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 2011 προέστη της θείας Λειτουργίας στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννη Λευκωσίας και ακολούθως του τέταρτου ετησίου μνημοσύνου του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄ και εκφώνησε τον Επιμνημόσυνο λόγο. Στη συνέχεια, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος μετέβει στο παλαιό Κοιμητήριο Αγίου Σπυρίδωνος Λευκωσίας, όπου τέλεσε τρισάγιο στον τάφο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου και κατέθεσε στέφανο.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας και ώρα 19.00’μ.μ. στην Αίθουσα Τελετών του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου διοργάνωσε, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης τεσσάρων χρόνων από της εκδημίας του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄, φιλολογικό μνημόσυνο με ομιλητή το Δρ Ανδρέα Φυλακτού, Διευθυντή του Πολιτιστικού Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, με θέμα: «Χρυσόστομος Α΄: ο φλογερός Ιεράρχης».
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε, επίσης, μέσα στα πλαίσια της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων από της ίδρυσης και της λειτουργίας των Χριστιανικών Συνδέσμων Γυναικών, των οποίων ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ υπήρξε ιδρυτής και Πνευματικός Πατέρας.
Το φιλολογικό μνημόσυνο ολοκληρώθηκε με καλλιτεχνικό πρόγραμμα από το Σχήμα Παραδοσιακής Μουσικής του Μουσικού Σχολείου Λευκωσίας και από τη Βυζαντινή Χορωδία της Ι.Α.Κ. «Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός».
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Αντρέα Κ. Φυλακτού, Γενικού Διευθυντή του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την εκδημία του, ογδόντα τέσσερα χρόνια από τη γέννησή του, εξήντα χρόνια από τη χειροτονία του σε διάκονο και τη μετονομασία του από Χριστόφορο σε Χρυσόστομο, πενήντα χρόνια από τη χειροτονία του σε πρεσβύτερο και την προχείρισή του σε αρχιμανδρίτη, σαράντα τρία χρόνια από την εκλογή του από την Ιερά Σύνοδο και την ενθρόνισή του στην «πάλαι ποτέ διαλάμψασα» επισκοπή Κωνσταντίας, τριάντα οκτώ χρόνια από την εκλογή του σε Μητροπολίτη Πάφου και τριάντα τρία χρόνια ως αρχιθύτη πλέον, στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου. Συμπλήρωσε πριν από την κοίμησή του τριάντα επτά συναπτά έτη ευδόκιμης και καρποφόρας αρχιερατικής διακονίας. Γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1927 και κοιμήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2007. Ήταν 80 χρονών όταν έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Η Αρχιεπισκοπή και οι Χριστιανικοί Σύνδεσμοι Γυναικών, που ιδρύθηκαν με τη δική του καθοδήγηση και ευλογία, πριν από τριάντα χρόνια, τιμώντας τη μνήμη του ανέλαβαν και διοργάνωσαν τόσο το θρησκευτικό όσο και το αποψινό φιλολογικό μνημόσυνο.
Το καθήκον που μου ανατέθηκε, από τους οργανωτές του, να είμαι ο κύριος ομιλητής στο φιλολογικό αυτό μνημόσυνο είναι βαρύ και συνάμα οδυνηρό. Πώς θα κατορθώσω, με τις φτωχές δυνάμεις που διαθέτω, να προβάλω στη μνήμη σας και να ιστορήσω στη σκέψη σας την εικόνα του πρωθιεράρχη και του πολύτιμου φίλου; Ομολογώ πως δίστασα στην αρχή, όταν μου ανακοινώθηκε από το σεβαστό μου Χωρεπίσκοπο Καρπασίας κ. Χριστοφόρο, ότι επιθυμία του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου κ. Χρυσοστόμου του Β΄ ήταν να αναλάβω εγώ το δύσκολο έργο και να μιλήσω σε αυτό το φιλολογικό μνημόσυνο του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Α΄. Στην ανάμνηση, ωστόσο, της σεβάσμιας μορφής του Ιεράρχη, με τον οποίο με συνέδεε μακρόχρονη ειλικρινής φιλία, μου ήταν αδύνατο να μην υπακούσω στην, άλλωστε, τόσο τιμητική για μένα πρόσκληση.
Το φιλολογικό αυτό μνημόσυνο που επιτελούμε σήμερα, αποτελεί όσιο χρέος και καθήκον ιερό. Η ευγνωμοσύνη μας προς τον άξιο ιεράρχη, ο οποίος εγκατέλειψε τα γήινα και όλους εμάς που η αγάπη προς το πρόσωπό του ήταν απέραντη, αποτελεί, επιπρόσθετα, και πράξη δίκαιης ευγνωμοσύνης, που ταιριάζει στην ελληνική μας καταγωγή και στην ορθόδοξη πίστη μας. Οι πολλοί, που έχουν ευεργετηθεί από το σεπτό Αρχιερέα, ο οποίος δε διαβαίνει πια μαζί μας το δρόμο της πρόσκαιρης αυτής ζωής, αισθάνονται την ανάγκη, αλλά και την υποχρέωση, και με σπονδή δακρύων να ράνουν τον τάφο του, και τη μορφή του και την προσωπικότητά του να θυμηθούν με αγάπη, και τη ζωή και τα έργα του να απαριθμήσουν και τις ευχές τους να αναπέμψουν στον Ύψιστο για την ανάπαψη της ψυχής του και την κατάταξή του στις σκηνές των αγίων. Είμαστε βέβαιοι πως η ενάρετη ψυχή του, στις αιώνιες μονές, όπου βρίσκεται, αποδέχεται την προσφορά μας και ευαρεστείται με τις εκδηλώσεις μας αυτές, που συνιστούν έκφραση ευλάβειας και αγάπης, και προέρχονται από τα βάθη της καρδιάς των αισθαντικών φίλων και εκτιμητών του. Είναι «δόσις αγαθή φίλη τε». Από την άλλη, βέβαια, παρέχεται η ευκαιρία σε όλους όσοι τις παρακολουθούν, να φρονηματιστούν από το παράδειγμά του, να παρηγορηθούν και να εξυψωθούν. Με τις εκδηλώσεις αυτές, πέρα από την τιμή που δίκαια απονέμεται στον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο, μας δίνεται η ευκαιρία να αναβαπτιστούμε στα ιερά νάματα της ηθικής, της πνευματικής και της εθνικής μας συνείδησης.
Μια ζωή τόσο πλούσια και μια προσφορά τόσο πολύμορφη, πολύτιμη και πολύχρονη δεν μπορεί να κλειστεί μέσα στον ελάχιστο χρόνο που μου έχει παραχωρηθεί από τους διοργανωτές αυτού του φιλολογικού μνημοσύνου, τους οποίους και πάλι ευχαριστώ για την τιμή που μου έκαναν να είμαι απόψε ο κύριος ομιλητής. Ούτε μπορεί με την όποια φιλότιμη ή αυθαίρετη ή άδικη προσπάθειά μου να συμπτυχθεί η πολυσχιδής δραστηριότητά του για να χωρέσει στις ελάχιστες σελίδες του κειμένου μου. Το μόνο που θα επιχειρήσω να πράξω, και γι’ αυτό ζητώ την επιείκειά σας, είναι να παρουσιάσω, με το φτωχό μου λόγο, κάποιες παραμέτρους της προσωπικότητάς του και κάποιες πτυχές της πλούσιας δράσης του. Συμπαραστάτες και βοηθοί στη δύσβατη αυτή οδοιπορία μου θα είναι τα έργα του, οι λόγοι του, τα λόγια του και οι αναμνήσεις μου. Εκεί, που κατά την κρίση μου, είναι απαραίτητο να φωτιστεί καλύτερα η σκέψη και οι προθέσεις του, θα παραθέσω αυτούσια αποσπάσματα από τις ομιλίες ή τα κηρύγματά του. Εξαιτίας του περιορισμού του χρόνου, είναι βέβαιο πως πολλά και σημαντικά που θα έπρεπε να ειπωθούν, εξ ανάγκης θα παραλειφθούν. Προσθέτω, επίσης, πως τα φιλικά συναισθήματά μου δε θα με παρασύρουν στην υπερβολή ή στη σκίαση της αλήθειας.
Διευκρινίζω πως πρόθεσή μου, με τη σύντομη αυτή ομιλία μου, δεν είναι να τοποθετήσω τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α΄ στο εικονοστάσι των αγίων της εκκλησίας μας. Ούτε θα επιχειρήσω τα αδύνατα, αλλά ακροθιγώς μόνο θα καταθέσω ενώπιο σας το πλούσιο έργο που μας κατέλειπε. Απλώς, θα υπενθυμίσω τι έπραξε για την Εκκλησία και για την Πατρίδα, τι άφησε πίσω του φεύγοντας, τι κληροδότησε σε όλους εμάς, και σε όσους θα έρθουν ύστερα από μας. Και δεν είναι λίγοι οι καρποί της πολύχρονης προσφοράς της φλογερής ψυχής του και όσα για όλους έπραξε με απέραντη αγάπη και αφοσίωση και με επιδέξια σκέψη.
Στην ομιλία μου έδωσα τον τίτλο «Χρυσόστομος Α΄, ο φλογερός ιεράρχης», θέλοντας να τονίσω το πιο σημαντικό, κατά την κρίση μου, χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο άνθρωπος αυτός, που αφιέρωσε τη ζωή του στη διακονία της Εκκλησίας, ήταν ο ίδιος μια φλόγα, που φώτιζε τους γύρω του, που φλόγιζε με το λόγο του και με την επιβλητική του εμφάνιση όλους όσοι τον άκουαν. Ήταν ο τίμιος, ο ειλικρινής, ο γνήσιος άνθρωπος, που φλεγόταν από πίστη προς το Θεό και την πατρίδα, από τα λόγια του Θεανθρώπου και από τη φωνή της πατρίδας. Καιγόταν από την αισιοδοξία του για ένα λαμπρό αύριο για τον Ελληνισμό. Ο φλογερός του λόγος, που μετατρεπόταν σε θύελλα και καταιγίδα και αστραπή, άγγιζε και πυρπολούσε με τα πύρινα μηνύματά του τις καρδιές των συμπατριωτών του και τις γέμιζε με την ελπίδα της Ανάστασης και της απελευθέρωσης του τόπου μας. Δεν ήταν μόνο φωτοδότης, ήταν και πυρπολητής ψυχών και διανοιών.
Ξετυλίγοντας το νήμα των δραστηριοτήτων του, θα περιοριστώ στην εκκλησιαστική, κοινωνική, πολιτιστική και εθνική του δράση. Ο Κύπρου Χρυσόστομος έδωσε υψηλό νόημα και βαθύ περιεχόμενο στο αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όταν ανέλαβε τα ηνία της Εκκλησίας Κύπρου, μέσα σε συνθήκες που κάθε άλλο παρά ομαλές και ειρηνικές ήταν. Η απελπισία, από το θάνατο του Μακαρίου είχε κυριαρχήσει στις καρδιές του κόσμου και η οδύνη από την καταστροφή που έφεραν στον τόπο μας το πραξικόπημα και η εισβολή, δεν έδινε περιθώρια αισιοδοξίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε όλες αυτές τις αντιξοότητες υψώθηκε ως πραγματικός ηγέτης, αναδείχτηκε στοργικός πατέρας, επιδέξιος καπετάνιος, άξιος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της εκκλησίας του και ασυμβίβαστος αγωνιστής των δικαίων του λαού του. Το έργο του ενίσχυαν η κρίση και η ευφυΐα που διέθετε. Και τα δύο αυτά πολύτιμα θεία δώρα τα καλλιέργησε, τα εκλέπτυνε και τα τελειοποίησε με άσκηση και μελέτη.
Τη ζωή του τη συμμέτρησε με αγαθοεργίες, γνωρίζοντας πως η προσφορά του αυτή αναπέμπεται ως ευωδία στο Θεό. Έθρεψε πεινασμένους και ξεδίψασε διψασμένους, έντυσε γυμνούς και φιλοξένησε ξένους, επισκέφτηκε ασθενείς και φυλακισμένους, άκουσε όσους βογκούσαν, σφούγγισε τα δάκρυα όσων θρηνούσαν, άπλωσε το χέρι του σ’ όσους τον είχαν ανάγκη. Για να επαναλάβω λόγια από την Παλαιά Διαθήκη, «πους εγένετο χωλών, οφθαλμός τυφλών, πατήρ αδυνάτων».
Συνέργησε, επίσης, στην ορθή παιδεία και αγωγή του ποιμνίου του, στη γνώση της αλήθειας και στον καταρτισμό των ηθών, στη σωτηρία των ψυχών και στη στήριξη της πίστης. Είχε το ζήλο που στολίζει τον πραγματικό ποιμένα των ψυχών και αυτόν που τελετουργεί στο άγιο θυσιαστήριο. Ποίμανε τα λογικά πρόβατα του Χριστού όχι γιατί ήταν αναγκασμένος να το πράξει, αλλά με δική του ελεύθερη βούληση, όχι για προσωπικό κέρδος, αλλά από ανιδιοτέλεια, όχι για να κατακυριεύσει τον κλήρο, αλλά για να γίνει υπόδειγμά του. Ως αρχιερέας υπήρξε ανεξίκακος και πράος. Ο θυμός και όταν τον κατελάμβανε γρήγορα τον εγκατέλειπε. Δεν άφηνε στην καρδιά του μίσος για κανένα, ακόμη και για κείνους που επιχειρούσαν να τον βλάψουν.
Χαρακτηριστική υπήρξε, επίσης, η ταπεινοφροσύνη του, για την οποία θα φέρω παραδείγματα:
Στην τελετή της ενθρόνισής του, στις 14 Απριλίου 1968, και μετά την προσφώνησή του από τον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο Γ΄, στην αντιφώνησή του ως Χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας μίλησε με άκρα ταπεινοφροσύνη, με ειλικρίνεια, αλλά και με ευστοχία για το δύσκολο έργο που θα ανελάμβανε:
Αναμετρών τας δυνάμεις μου, διερωτώμαι: ποίος ο λόγος της τοιαύτης τιμής; τίνα τα κοσμούντα με εφόδια, φυσικά ή επίκτητα, μετά των οποίων θα δυνηθώ να βαδίσω την δύσβατον πορείαν της τοιαύτης αποστολής; Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου. Διότι εις εμαυτόν καθορών, ουδέν ευρίσκω άξιον της τιμητικής, αλλά και βαρείας ταύτης κλήσεως, και δια τούτο δεν δύναμαι να αποκρύψω, ότι επί πολύ εδίσταζον να αποδεχθώ την γενομένην προσφοράν• καθ’ όσον ίλιγγος κατελάμβανέ με, οσάκις ητένιζον προς το ύψος του υπουργήματος και φρίκη διεπέρα τα μέλη μου πάντα, όταν ανελογιζόμην ότι ο ανάξιος εγώ και ταλαίπωρος άνθρωπος θα εκαλούμην να παρίσταμαι τω Θρόνω της Χάριτος και ως εκπρόσωπος του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού να τελεσιουργώ τα φρικτά του Θεού μυστήρια. Τρόμος διακατείχε με και δειλία συνείχε με, μη φλεγώ ωσεί χόρτος και ωσεί τέφρα διαλυθώ, όταν, το ευτελές εγώ και εύθραυστον σκεύος, αγωγός θα εγενόμην και μεταδότης του πυρός της Θεότητος, όταν θα ετόλμων να αναλάβω την διαποίμανσιν και σωτηρίαν ψυχών, υπέρ ων ο Χριστός απέθανε…
Αλλά, η ταπεινοφροσύνη του δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των εκκλησιαστικών του καθηκόντων. Ο Χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας επεκτείνεται και στις σχέσεις του με την κεφαλή της Εκκλησίας της Κύπρου, τον Αρχιεπίσκοπο και Εθνάρχη Μακάριο, για τις οποίες θα μιλήσω παρακάτω:
Αλλά προς τούτοις έτερον βάρος καταπιέζει με και φοβερώτερον καθιστά της διακονίας μου το έργον. Το βάρος της υμετέρας, Μακαριώτατε, προσωπικότητος, παρά τη οποία καλούμαι να υπηρετήσω. Πώς εγώ, άπειρος και αδέξιος, ικανός να γίνω συνεργός υμών εις την διαποίμανσιν της λογικής του Κυρίου ποίμνης; Ποίαις χερσί τρεμούσαις θα δύναμαι να κρατώ μεθ΄ υμών, του εν δεξιοίς δεξιωτάτου οιακοστρόφου, τους οίακας της εκκλησιαστικής ολκάδος; Εν μέσω μάλιστα θαλάσσης πολυκυμάντου και ταραχώδους; Γίγας υμείς, νάνος εγώ, συνθλίβομαι υπό το βάρος της συγκρίσεως. Ουχ ήττον όμως παρήγορος συγχρόνως με ενθαρρύνει σκέψις, ότι πηγήν εμπνεύσεως και δυνάμεως εν πάσι έξω της υμετέρας Μακαριότητος την πλουσιωτάτην πείραν, το φιλόπονον του χαρακτήρος, τας σοφωτάτας νουθεσίας και υποδείξεις, την πατρικήν επιείκειαν και στοργήν και συναντίληψιν.
Με την ίδια ταπείνωση θα απαντήσει στην προσφώνηση του Εθνάρχη Μακαρίου, ως Μητροπολίτης Πάφου, τον Ιούλιο του 1973: Κύριε, ουχ εύρες άλλον ον αποστελείς; Ίνα τι επ’ εμέ τον αδύνατον τους οφθαλμούς Σου έρριψας; Ίνα τι επί των ασθενών μου ώμων τον δυσβάστακτον τούτον φόρτον επέθηκας; Πώς εγώ μόνος, μικρός και άσημος, άπειρός τε και αδέξιος, τους οίακας ασφαλώς να κρατήσω εν μέσω του χειμώνος και του κλύδωνος; Επί τίνων βάθρων στηριζόμενος θα δυνηθώ δια των ασθενών και σχεδόν ανυπάρκτων μου δυνάμεων να αναστηλώσω τα ερείπια, τα οποία πολυχρόνιος της Μητροπόλεως ταύτης ταλαιπωρία αφθόνως επεσώρευσε; Τετραυματισμένος και ασθενής εγώ, πώς ιάσομαι τας πληγάς;
Και, απευθυνόμενος προς το λαό της Πάφου, τόνισε και πάλι την αδυναμία του: Δεν ήλθον προς υμάς, ίνα κενοδοξίας πληρώσω επιθυμίαν, αλλ’ ίνα εμαυτόν δι’ υμάς και υπέρ υμών αναλώσω. Δεν ήλθον, ίνα Δεσπότην εφ’ υμάς εμαυτόν επιβάλω, αλλ’ ίνα υπηρέτην και εργάτην καταστήσω της εν Χριστώ υμών οικοδομής.
Επίσης, στον εορτασμό των 25 χρόνων αρχιερατείας του, το 1993, όταν οι έπαινοι για την προσφορά του από τους άλλους ιεράρχες πύκνωναν, αυτός απαντούσε ταπεινά: Όχι μόνο τίποτε δεν πράξαμε πέραν των συνηθισμένων καθηκόντων, που θα επιτελούσε κάθε Αρχιερεύς, αλλά και υστερήσαμε, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών του πληρώματος της Εκκλησίας, του οποίου την διαποίμανση η αγαθότητα του Κυρίου μάς εμπιστεύθηκε. Γι’ αυτό ειλικρινά αισθανόμαστε τύψεις, αναλογιζόμενοι το έργο μας σ’ αυτά τα εικοσιπέντε χρόνια που πέρασαν, γιατί διαπιστώνουμε ότι δεν έχουμε να παρουσιάσουμε καμιά αξιόλογη προσφορά πέραν της συνήθους. Μπορούσαμε να πράξουμε πολύ περισσότερα, αλλά, είτε λόγω αμελείας και ραθυμίας, είτε λόγω ελλείψεως πνεύματος αυτοθυσίας, παραλείψαμε να το πράξουμε.
Από τις πρώτες του ενέργειες ως Αρχιεπισκόπου, ήταν η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της ίδιας της Εκκλησίας Κύπρου. Μελέτησε και μόνος και με άλλους τον Καταστατικό Χάρτη της και προχώρησε σε εισηγήσεις για την τροποποίηση άρθρων του. Η ψήφισή του από τη Σύνοδο και η εφαρμογή του από την 1η Ιανουαρίου 1980, απετέλεσε ένα σημαντικό γεγονός για τη νεότερη ιστορία της Εκκλησίας Κύπρου, γιατί αντιμετώπισε πολλά, άλυτα ως τότε, διοικητικά προβλήματα της Εκκλησίας. Ο Καταστατικός εκείνος Χάρτης λειτούργησε για είκοσι ένα χρόνια.
Σημασία έδωσε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος και στην πνευματική στήριξη του ποιμνίου του. Το Γραφείο Θρησκευτικής Διαφώτισης, το οποίο στελεχώθηκε με ικανούς θεολόγους και έδωσε μεγάλη προσοχή στους νέους ανθρώπους, διοργάνωσε πολλές εκδηλώσεις, συνέδρια, διαλέξεις και ομιλίες, για να ενισχύσει την ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση του λαού μας.
Στήριξε ηθικά και υλικά φορείς και οργανώσεις που έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, ιδιαίτερα το νέο, και την ενίσχυσή της χριστιανικής του πίστης. Τέτοιες οργανώσεις είναι οι Χριστιανικοί Σύνδεσμοι Γυναικών, για τους οποίους έκανα λόγο πιο μπροστά, η Χριστιανική Ένωση Κυπρίων Επιστημόνων, η Χριστιανική Ένωση Νεολαίας και Φοιτητών – Φοιτητριών, η Ένωση Χριστιανών Ορθοδόξων Γονέων. Η Αρχιεπισκοπή βρισκόταν επίσης δίπλα στις Φιλόπτωχες Αδελφότητες, στα κατηχητικά, στα πνευματικά και πολιτιστικά σωματεία των ενοριών. Επίσης, ενίσχυσε και ανασυγκρότησε τις κατασκηνώσεις κατηχητικών στο Άγιο Νικόλαο Στέγης.
Εξέδωσε, ακόμη, το μηνιαίο περιοδικό Πνευματική Έπαλξη. Στην προσπάθειά του να διαδώσει το καλό θρησκευτικό και πνευματικό βιβλίο, την καλή ευρωπαϊκή μουσική, όπως επίσης και την παραδοσιακή και βυζαντινή μουσική, ίδρυσε και λειτούργησε, κοντά στην Αρχιεπισκοπή, το βιβλιοπωλείο «Το Φως». Έδωσε επίσης οδηγίες και εκδόθηκαν, στο μεγαλύτερό τους μέρος, τα Κύπρια Μηναία, τα οποία περιλαμβάνουν τις ακολουθίες των Κυπρίων Αγίων που τελούνταν ή τελούνται στην Κύπρο. Φρόντισε επίσης για τη μόρφωση των κληρικών, την ηθική τους επάρκεια και ενίσχυσε τη λειτουργία της Ιερατικής Σχολής. Εργάστηκε και ο ίδιος ως καθηγητής στην Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας», όπως επίσης και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Αρρένων Κύκκου από το 1961 ως το 1966.
Ασταμάτητο υπήρξε το ενδιαφέρον του για τη λειτουργία της Εκκλησιαστικής Σχολής της Κένυα, έτσι που το ιεραποστολικό έργο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας να είναι αποδοτικό και επιτυχημένο. Είναι γνωστό, εξάλλου, πως το Μάρτιο του 1971 συνόδευσε τον αείμνηστο Εθνάρχη Μακάριο στην Αφρική, όπου τέλεσαν ομαδικές βαπτίσεις και μετέφεραν το μήνυμα του Χριστού και του ευαγγελίου στην Κένυα. Αναθέρμανε τις σχέσεις της Εκκλησίας Κύπρου με τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το Συμβούλιο Εκκλησιών Μέσης Ανατολής, με τη Διάσκεψη Εκκλησιών Ευρώπης, με ετερόδοξες εκκλησίες και με άλλες εκκλησιαστικές οργανώσεις, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανέγειρε, αναστήλωσε, συντήρησε, αγιογράφησε πολλούς ναούς. Ενεργοποίησε, επίσης, τα διάφορα ταμεία υποτροφιών, στα οποία προήδρευε ο ίδιος. Δεν είναι λίγοι οι κύπριοι φοιτητές που επωφελήθηκαν από τις υποτροφίες αυτές.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του κ. Αντρέα Φυλακτού εδώ...