Η Εισβολή της Τουρκίας στις 20 Ιουλίου 1974
και ο δικός μας προβληματισμός
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ\' Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ έτσ\' είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ\' την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Αξίζει να γελιούμαστε;
αυτό δεν θα\'ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια
είμεθα Έλληνες κι εμείς τι άλλο είμεθα;
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον ελληνισμό...
Όσοι από εμάς, τους νέους ή τους παλιούς Ελλαδίτες, δεν είχαν αυτού του είδους την εμπειρία, επόμενο είναι να αντικρίζουν τον σημερινό σπαραγμό της Κύπρου, αν όχι πιο ψύχραιμα πάντως όμως αφηρημένα: σαν σύμβολο είτε σαν σύνθημα. [...] Μπορεί και σαν το έσχατο ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας, κοστολογημένο με την ισοπεδωτική γλώσσα των αριθμών: 200.000 πρόσφυγες, 2.000.000 λίρες* ζημιά την ημέρα.
Ωστόσο, πέρα από την διπλωματική και υλική συμπαράσταση, μένει ανοιχτό το χρέος μας απέναντι στους Κυπρίους. Χρέος όχι απλώς φιλανθρωπίας είτε φυλετικής αλληλεγγύης, χρέος επιτακτικό όσο και αμήχανο, χρέος τιμής και συνείδησης που μονάχα με αδιάκοπη και ελεγχόμενη συναισθηματική κατάθεση θα μπορέσουμε κάποτε να το εξοφλήσουμε. Και που πρέπει να εξοφληθεί στο ακέραιο για να καθαριστούμε ψυχικά από το πλέγμα της συλλογικής ευθύνης και ενοχής μας.
Αλλιώς δεν γίνεται. Η εθνική μας συνείδηση δεν θα καθαριστεί ποτέ αν περιοριστούμε στα του ελλαδικού οίκου μας, αν αρκεστούμε σε ελεημοσύνες και παραστάσεις και διαδηλώσεις για την Κύπρο, ρίχνοντας όλο το όνειδος στην δολιότητα των Αμερικάνων, στην αρπακτικότητα των Τούρκων ή και στην τύφλωση κάποιων στρατοκρατόρων* μας. Καθένας μας ας ρωτηθεί, μόνος μπροστά στον καθρέφτη: «Τι έκανα ως τώρα για να γνωρίσω και να σεβαστώ την Κύπρο; Και τι είμαι διατεθειμένος αλήθεια να κάνω για τους Κύπριους από εδώ και εμπρός;»
Ξέρω πως τέτοια ερωτήματα δεν τα θέτει κανείς εύκολα στον εαυτό του. Και ακόμα πιο δύσκολο είναι να τους δώσει μιαν απάντηση με το χέρι στην καρδιά:
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ\' άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ\' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ\' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;*
Στα 1954, οι στίχοι αυτοί αφορούσαν τους Εγγλέζους στην Κύπρο. Έκτοτε, και εμφανέστερα στο τελευταίο δίμηνο, ισχύουν εξίσου για τους Τούρκους και (γιατί να κρυβόμαστε πίσω από τα δύο υψωμένα δάχτυλά μας;) για κάμποσους Έλληνες.
Αν, μέσα σε εφτά χρόνια «με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο»* πράγματι μάθαμε κάτι χρήσιμο για την υπόλοιπη ζωή μας, είναι προπάντων ότι δεν μένουν άλλα περιθώρια για ξόρκια, αγαθά και ρητορείες. Ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μην μπερδεύεται το εθνικό φιλότιμο με την εθνικιστική υπεροψία ή με τον τοπικιστικό εγωισμό άσε πια με το ταξικό ή το ιδιωτικό συμφέρον.
Αυτές τις μέρες, επαγγελματικοί λόγοι με κάναν να διαβάσω ξανά και ξανά το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Σεφέρη, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Ο καημός της Κύπρου, φαντάζομαι, με οδήγησε να σταθώ σε δυο περικοπές ιδιαίτερα οδυνηρές στην αντιπαράθεση τους.
Η πρώτη μας πάει στα 1922 και μεταφέρει αυθεντική μαρτυρία:
Ακουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο: βγήκαν κυνηγημένοι σ ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος, από ένα σπίτι της αποκρίθηκαν: «ένα φράγκο το ποτήρι». Και ο πατέρας συνεχίζει: «Τι να κάνω;... έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω».
Η δεύτερη μας πάει εκατό χρόνια πιο πίσω και προέρχεται από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:
«...Εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο, στο νερό τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέαν κι άλλα ζωντανά, κι άλλα τελείωναν. Και μ έπιασαν οι Τούρκοι, και με κοιμήθηκαν τριανταοχτώ και μ\' αφάνισαν, κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήσαμεν αυτά; Γι αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο και απάτη». Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ...
Ομολογώ πως δεν βλέπω ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δυο περιστατικά. Και για την ώρα προτιμώ να σταματήσω σε τούτα. Ας τα συλλογιστεί ο καθένας μας για λογαριασμό του, ζυγίζοντας το χρέος του απέναντι στην διψασμένη και βιασμένη Κύπρο.
24 Αυγούστου 1974
* Ο Γιώργος Πάνου Σαββίδης ήταν καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή Aθηνών, στο King\'s College του Cambridge και στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1966 αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλολογίας με την διατριβή Oι Kαβαφικές Eκδόσεις (1891-1932) και διορίστηκε ως έκτακτος καθηγητής της Nεότερης Eλληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εκεί παρέμεινε μέχρι και το 1971, έτος κατά το οποίο παραιτήθηκε για λόγους ακαδημαϊκής ευσυνειδησίας. Το 1974 επανήλθε ως τακτικός καθηγητής για ακόμη εννέα χρόνια μέχρι την οικιοθελή παραίτησή του. Ακολούθως, από το 1977 έως το 1984, διετέλεσε μόνιμος επισκέπτης καθηγητής της Έδρας Nεοελληνικών Σπουδών Γιώργου Σεφέρη στο Harvard University. Ο Γιώργος Π. Σαββίδης έχει επιμεληθεί εκδόσεις διαφόρων έργων όπως του Καβάφη, του Βαλαωρίτη, του Σεφέρη κ.α. Έχει επίσης εκπονήσει φιλολογικά έργα κριτικές μελέτες κ.α.