Η Α. Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. κ. Χρυσόστομος και η Α. Σ. ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. κ. Δημήτριος συλλειτούργησαν την Κυριακή, 10 Ιουλίου 2011, στον ιερό ναό Παναγίας Φανερωμένης Λευκωσίας και στη συνέχεια τέλεσαν το επίσημο μνημόσυνο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου και Εθνομάρτυρα Κυπριανού, ως και των άλλων Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821.
Επιμνημόσυνο λόγο εκφώνησε ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Πέτρος Παπαπολυβίου.
Ακολούθησε τρισάγιο και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο των Εθνομαρτύρων, που βρίσκεται στο προαύλιο του ιερού ναού.
Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Δημητρίου, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας:
Παρακολουθείστε την ομιλία του Καθηγητή κ. Πέτρου Παπαπολυβίου:
Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία του Καθηγητή κ. Πέτρου Παπαπολυβίου.
Η 9η Ιουλίου του 1821
Τιμούμε σήμερα τη μνήμη της 9ης Ιουλίου 1821 και των μαρτύρων της, Αρχιερέων, κληρικών και λαϊκών. Και την τιμούμε, καθώς η 9η Ιουλίου υπήρξε, σύμφωνα με τον πρώτο ιστορικό της, τον Γεώργιο Κηπιάδη, το φρικωδέστερον των θεαμάτων, αφ’ όσα η πολυτλήμων Κύπρος είδεν από της υπό των Τούρκων αλώσεώς της. Και ήταν η 9η Ιουλίου επανάληψη και μικρογραφία των φοβερών σκηνών της 10ης Απριλίου 1821, και του μαρτυρίου του Πατριάρχη Γρηγορίου του Πέμπτου στις ακτές του Βοσπόρου.
Κεντρικό πρόσωπο της ημέρας, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου από το 1810 Κυπριανός Μαχαιριώτης, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της κυπριακής ιστορίας. Άνδρας με γερή παιδεία και διοικητικές αρετές, έζησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου την επαύριον της γαλλικής επανάστασης και του κηρύγματος του Ρήγα Βελενστινλή, μελέτησε τα εκκλησιαστικά γράμματα και σπούδασε την θύραθεν παιδεία, φιλοσοφία, φυσική, μαθηματικά, κοσμογραφία. Τον Ιανουάριο του 1812 ο Κυπριανός, μόλις δεκατέσσερις μήνες μετά την άνοδό του στον θρόνο της αποστολικής εκκλησίας της Κύπρου συνέταξε την ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, ένα κείμενο που συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες πηγές του νεοελληνικού διαφωτισμού στο νησί μας, ένα διάγγελμα αποτίναξης του σκότους της δουλείας και της αμάθειας.
Έγραφε εκεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου σε μια παράγραφο που αποδείχθηκε προφητική: «Θνήσκε υπέρ πίστεως και μάχου υπέρ πατρίδος είπεν ένας εκ των επτά της Ελλάδος σοφών, καθότι οι υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζόμενοι, και υπό Θεού στεφανούνται και παρά τοις ανθρώποις εγκωμιάζονται.» Χρέος, λοιπόν παρά τοις ανθρώποις το σημερινό εγκώμιο για τους πεσόντας υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Η Ελληνική Σχολή που ίδρυσε ο φιλόμουσος και φιλόπατρις Αρχιεπίσκοπος το 1812, αφού επέζησε της οθωμανικής και βρετανικής δουλείας και έχοντας εξελιχθεί το 1893 στο πρώτο πλήρες εξατάξιο σχολείο Μέσης Παιδείας στην Κύπρο, συμπληρώνει του χρόνου διακόσια έτη ζωής. Είναι το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, το καύχημα και το σύμβολο της ελληνικής παιδείας αυτού του τόπου.
Όπως απέδειξε ο Κυπριανός το 1821, ότι όσα έλεγε το 1812 δεν ήταν απλή ρητορική, έτσι και η Κύπρος δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσει από τον αγώνα της ελληνικής παλιγγενεσίας. Τα επαναστατικά κηρύγματα της Φιλικής Εταιρείας βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Κύπρο. Από το 1818 πολλοί Έλληνες Κύπριοι έγιναν μέλη της με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, που ανέλαβε να συνδράμει με αποστολή χρημάτων και τροφίμων, αφού ήταν προφανές ότι οι γεωγραφικές συνθήκες καθιστούσαν αποτυχημένη εκ των προτέρων κάθε προσπάθεια για ένοπλη δράση.
Η τύχη όποιας επαναστατικής εξέγερσης ήταν προδιαγραμμένη ενώ και ο Κυπριανός είχε επίγνωση των κινδύνων για τη ζωή του και για το ποίμνιό του. Εξάλλου, όπως ακριβώς και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και σε όλη την οθωμανοκρατούμενη Ανατολή, οι ορθόδοξοι ιεράρχες είχαν μεν περιβληθεί πολιτική ισχύ και κύρος, αλλά η ζωή τους περέμενε πάντοτε, όπως όλων των ραγιάδων, έρμαιο στις μεταβαλλόμενες διαθέσεις των Σουλτάνων και του τοπικού πασά. Στην Κύπρο, όλοι οι μεγάλοι Αρχιεπίσκοποι του 18ου αιώνος, την περίοδο δηλαδή αναβάθμισης του εθνικού και πολιτικού ρόλου της Εκκλησίας, οι Σύλβεστρος, Φιλόθεος, Παΐσιος και Χρύσανθος είχαν φυλακιστεί και κακοποιηθεί από τις τουρκικές αρχές.
Το μαρτύριο της 9ης Ιουλίου στο οποίο υποβλήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, που απαγχονίστηκε στην κοντινή μας πλατεία Σεραγίου, ο αποκεφαλισμός των Μητροπολιτών Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κηρυνείας Λαυρεντίου, και ο θάνατος δεκάδων άλλων κληρικών και λαϊκών ήταν το αποκορύφωμα του φόρου αίματος του κυπριακού Ελληνισμού στη διάρκεια των τριών αιώνων της πρώτης Τουρκοκρατίας και άφησε βαρειά κληρονομιά. Η θυσία του Κυπριανού, οι σφαγές, οι νέοι μαζικοί εξισλαμισμοί, οι δηώσεις περιουσιών, ο αναγκαστικός εκπατρισμός εκατοντάδων Κυπρίων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σημάδεψαν την κυπριακή ιστορία.
Από την άλλη, ο σπόρος της ιδέας της ελευθερίας, του μεγαλύτερου ιδανικού του νεότερου κόσμου, καρποφορούσε μέσα στο αίμα των εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου. Τον Δεκέμβριο του 1821, με προκήρυξη των Κυπρίων που κατέφυγαν στη Μασσαλία, καταγγέλθηκαν οι σφαγές, και απευθύνθηκε έκκληση στις κυβερνήσεις των χριστιανικών λαών της Ευρώπης να βοηθήσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου. Σε μια παράγραφο υπήρχε και μια από τις πρώτες νύξεις στην κυπριακή ιστορία για την ένωση με την Ελλάδα, αφού τονιζόταν ότι οι τραγικές σκηνές του Ιουλίου του 1821 είχαν ισχυροποιήσει ηθικά τους εθνικούς πόθους των νησιωτών. Διαβάζω: Νομίζομεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον να μη γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν τους αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας θέλομεν προσπαθήσει διά την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου.
Έξι χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1827, ο Ιωάννης Καποδίστριας, απαντούσε ξεκάθαρα στο ερώτημα Βρετανού διπλωμάτη «Ποία όρια εκτάσεως χωρογραφικής αξιοί η Ελλάς;» «Τα όρια ταύτα», τόνισε ο κυβερνήτης της νέας Ελλάδας, «από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου.»
Οι σφαγές της 9ης Ιουλίου 1821 δεν έμειναν, επομένως, χωρίς αντίκρυσμα. Αντίθετα, μένουν ζωντανές στη συλλογική μνήμη των Κυπρίων. Το 1872-1873, στη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης του ναού της Παναγίας της Φανερωμένης, του ιστορικού ναού της κυπριακής πρωτεύουσας, έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του Κυπριανού, των άλλων αρχιερέων και των λαϊκών σε κενοτάφιο δίπλα από την Αγία Τράπεζα και το θυσιαστήριο. Ακολούθησαν, στα χρόνια της Αγγλοκρατίας τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού το 1909, στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής, το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη για την 9η Ιουλίου, το θεατρικό έργο «Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ», που ανεβάστηκε σε εκατοντάδες παραστάσεις σε όλη την Κύπρο, η ανέγερση του μεγαλοπρεπούς Μαυσωλείου των Εθνομαρτύρων στον περίβολο της Φανερωμένης, στις 9 Ιουλίου του 1930, μερικούς μήνες πριν από την οκτωβριανή εξέγερση του 1931. Όλα αυτά μαζί με το ετήσιο στεφάνωμα της προτομής του Κυπριανού και του Μαυσωλείου και με την καθιέρωση του μνημοσύνου που τελείται σήμερα, αποτέλεσαν μια ισχυρή βιωματική εμπειρία, βαθειά ριζωμένη σε όλους τους Έλληνες Κυπρίους.
Οι τελετές στο Μαυσωλείο της Φανερωμένης απέκτησαν μεγαλύτερη λαμπρότητα στα χρόνια της προετοιμασίας του αγώνα της ΕΟΚΑ, στην αρχιεπισκοπία Μακαρίου του Τρίτου, όταν ο ίδιος χώρος, γύρω από το ναό της Φανερωμένης αποδείχθηκε η μεγαλύτερη και πιο αξιόπιστη δεξαμενή στελεχών, ανδρών και γυναικών, για την ΕΟΚΑ. Εδώ, στη βαρειά σκιά του Κυπριανού και δίπλα από την εκκλησία και το ιστορικό Παρθεναγωγείο, έδρασαν φλογεροί κληρικοί και αποφασισμένοι κατηχητές και κατηχήτριες, εδώ ορκίστηκαν να αγωνιστούν για την ελευθερία και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ορισμένοι από τους πιο γνωστούς ήρωες της ΕΟΚΑ. Ανάμεσα στους αγωνιστές που είχαν ως βάση και συνέδεσαν το όνομά τους με την Φανερωμένη, ξεχωριστή θέση κατέχει η θεολόγος Ουρανία Κοκκίνου, από τις πιο αφοσιωμένες αγωνίστριες της ΕΟΚΑ, της οποίας το δέκατο όγδοο ετήσιο μνημόσυνο τελέστηκε πριν από λίγο.
Μακαριώτατε,
Τα δραματικά γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 έδειξαν ότι η μεγαλόνησος στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε διατηρήσει αναλλοίωτο τον ελληνικό της χαρακτήρα. Ο μαρτυρικός θάνατος του Κυπριανού επιβεβαίωσε και σε συμβολικό επίπεδο τον εθναρχικό ρόλο της κυπριακής Εκκλησίας. Ένας ρόλος που δεν ήταν διακοσμητικός, ούτε συνόδευε τον Αρχιεπίσκοπο όπως η αυτοκρατορική ράβδος, ο πορφυρός μανδύας και η ερυθρά μελάνη. Ο εθναρχικός ρόλος της Εκκλησίας στη νεότερη περίοδο, κατακτήθηκε, με το «γαίμαν του πισκόπου», όπως λέει και ο στίχος του Βασίλη Μιχαηλίδη, την αγχόνη του Κυπριανού, την εξορία των Μητροπολιτών Μακαρίου και Νικοδήμου το 1931, τις εξορίες των Σεϋχελλών του 1956. Επιβεβαιώθηκε, ακόμα πιο πρόσφατα, το τραγικό καλοκαίρι του 1974 με τον μαρτυρικό θάνατο από τα όπλα και την μάχαιραν των Τούρκων εισβολέων των ιερέων του Τρικώμου, του Παλαικύθρου, της Αγκαστίνας, και τα φρικτά βασανιστήρια δεκάδων άλλων ιερέων και μοναχών στα χέρια του νέου Αττίλα. Γιατί αυτός ήταν και είναι ο ρόλος του ορθόδοξου κλήρου σε χρόνια δουλείας και ξένης κατοχής. Όλων αυτών ας είναι αιωνία η μνήμη και η θυσία ας μένει πάντοτε ζωντανό παράδειγμα.
Πέτρος Παπαπολυβίου
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου
*************************************************************
Δείτε την σχετική πρόσκληση του ιερού ναού Παναγίας Φανερωμένης εδώ...
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
11 Ιουλίου 2011.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Θεοδώρου και Παύλος Χατζηπροδρόμου