Προτού αναφερθούμε, αγαπητοί αναγνώστες, εν συντομία, στην Αποστολική Σύνοδο, πρέπει, καταρχάς, να κατανοήσουμε τον όρο «Σύνοδος» στην Ορθοδοξία. Ο θεσμός της Συνόδου στην Εκκλησία μας, λοιπόν, είναι σημαντικός, καθώς έτσι αποκαλύπτεται ο τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας ως κοινωνικού σώματος. Η Σύνοδος είναι το ανώτατο διοικητικό σώμα της Εκκλησίας και απαρτίζεται από τους Επισκόπους της. Κάθε τοπική Εκκλησία έχει Ιερά Σύνοδο, η οποία συνέρχεται -συγκαλείται προς ρύθμιση και εξέταση των διαφόρων θεμάτων και ζητημάτων που αφορούν στην Εκκλησία, ώστε να εξασφαλίζεται η υγειής λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος. Για παράδειγμα, Σύνοδος συγκαλείται για την εκλογή και χειροτονία νέων Επισκόπων.
Από την εκκλησιαστική ιστορία μαθαίνουμε για τις Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές ήσαν μεγάλες συνελεύσεις Επισκόπων από όλη την οικουμένη. Σκοπός και στόχος τους ήταν η οριοθέτηση της ορθής πίστης και η κανονική λειτουργία της Εκκλησίας. Έτσι στις Οικουμενικές Συνόδους πάρθηκαν αποφάσεις σχετικές με Δογματικά-Θεολογικά θέματα και ζητήματα Κανονικού Δικαίου, που απασχολούσαν εκείνη τη χρονική περίοδο όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά τρόπο που να διασφαλίζουν και το μέλλον. Οι θεόπνευστες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων θωράκισαν πολλάκις την Εκκλησία μας από τα πυρά των αιρετικών διδασκαλιών, γιατί η αίρεση οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια. Οι αποφάσεις τους αποτελούν την ύψιστη αυθεντία της Εκκλησίας του Χριστού. Φάρος καθοδήγησης όλων των Συνόδων, απέβη η Αποστολική Σύνοδος που πραγματοποιήθηκε στα Ιεροσόλυμα το έτος 48.
Οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας διαδραμάτισαν τον πρώτιστο ρόλο στη σύγκληση της Αποστολικής Συνόδου. Το έτος 48 οι δύο Απόστολοι ολοκλήρωσαν την πρώτη αποστολική περιοδεία (Κύπρος - Μικρά Ασία) και παρέμειναν στην Αντιόχεια, για αρκετό καιρό, με τους άλλους χριστιανούς (Πράξ. 13:1 – 14,28). Κατά την εκεί παραμονή τους, διηγήθηκαν στους χριστιανούς της Αντιοχείας πώς η ενεργούσα Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δια μέσου των δύο Αποστόλων, φώτισε τις ψυχές των εθνικών, ώστε να ασπαστούν την πίστη του Χριστιανισμού. Ακούγοντας την αφήγηση, πολλοί το δεχτήκαν με χαρά και ενθουσιασμό, αλλά κάποιοι που είχαν έρθει από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια, δίδασκαν πως πρέπει να περιτμηθούν, όπως ακριβώς προστάζει ο νόμος του Μωυσή, για να μπορέσουν να σωθούν (Πρ. 14, 27 ∙ Πρ. 15,1). Λόγω των δύο αυτών στάσεων προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση και σύγχυση, με αποτέλεσμα την αντίδραση των Αποστόλων Παύλου και του Βαρνάβα. Οι δύο αυτοί Απόστολοι, και άλλοι χριστιανοί από την Αντιόχεια, πήγαν στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν το ζήτημα, μαζί με τους λοιπούς Απόστολους και τους Πρεσβύτερους. «Γενομένης δε στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς, έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρναβάν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου» (Πράξ. 15:2).
Μετά την υποδοχή στα Ιεροσόλυμα, συνήλθε η πρώτη Σύνοδος της Εκκλησίας, η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, γνωστή και ως η Αποστολική Σύνοδος, προς επίλυση του περί των εθνικών προβλήματος που προέκυψε τότε. Καθοριστικό ρόλο στις συζητήσεις διαδραμάτισαν οι Απόστολοι Πέτρος, Βαρνάβας, Παύλος και Ιάκωβος. Στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα αποφασίστηκε να μην επιβληθεί κανένα άλλο βάρος στους εξ εθνών χριστιανούς παρά: «απέχεσθαι ειδωλοθύτων καί αίματος καί πνικτού καί πορνείας» (Πράξ. 15:28-29). Με την απόφαση της Αποστολικής Σύνοδου λύθηκε ένα μεγάλο πρόβλημα της τότε εποχής, δηλαδή του τρόπου αποδοχής των εθνικών στο Χριστιανισμό. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο Απόστολος Παύλος, στην προς Γαλάτας επιστολή του, αναφέρει πως η Αποστολική Σύνοδος ζήτησε από τους εξ εθνών Χριστιανούς να μεριμνούν για τους φτωχούς (Γαλ. 2, 10).
Μιχάλης Σπύρου
Θεολόγος