Ο μοναχός που ασκήτευε τόσα χρόνια μόνος, με κοίταξε όλος αγάπη με τα συμπονετικά του μάτια και τέτοια με ορμήνεψε να μεταφέρω στην κοινωνία την ανθρώπινη:
«Άγιος ο Θεός που χαρίζει απλόχερα την ευλογία Του στα πλάσματα• που δίνει τροφή στους πεινώντες• που απαλύνει τον πόνο και μαλακώνει τα τραύματα. Άγιο το όνομά Του που γαληνεύει το στήθος μας από την τρικυμία μύριων θλίψεων που μας βρίσκουνε. Ας είναι δοξασμένος που μας έδωσε φως στα μάτια, ακοή στα αφτιά, γεύση στο στόμα, αίσθημα στην καρδιά.
Να προσκυνείται και να δοξάζεται για ό,τι μπορούμε να βλέπουμε με το γυμνό μάτι στο βάθος του στερεώματος• τα ουράνια σώματα που λαμπυρίζουν στο άπειρο. Να είναι υπερύμνητος για την αίσθηση της ικανοποίησης που νιώθουμε κάθε φορά που τρώμε και πίνουμε, κοινωνώντας τα αγαθά που πλούσια εγκατέσπειρε στον κόσμο μας. Να ευλογείται σε όλους τους αιώνες γι\' αυτό το φτεροκόπημα που έκανε να σαλεύει μέσα μας για το συνάνθρωπο και την ψυχή του• γι\' αυτήν την έγνοια που μας φύτεψε για τον μικρό και τον ασήμαντο, για τον κατατρεγμένο και τον αδύναμο. Να είναι Αυτός πάντα μέσα μας• Αυτός που άνοιξε τα χέρια Του για να χωρέσει τον πόνο όλου του κόσμου στη θεϊκή καρδιά και στο πληγιασμένο σώμα Του• που κήρυξε την ανεκτικότητα• που έσπασε τον πάγο. Αυτός που κoίταξε με άγιο μάτι τα χόρτα του αγρού και πρόσεξε τα μικρά πολύχρωμα λουλούδια που φυτρώνουν στην άκρη του τίποτα. Αυτός, Αυτός να είναι άγιος και υπερύμνητος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.
Άγιος είναι και ο καιρός που αξιώνει τον άνθρωπο• που τον μεστώνει σε έργα, που τον αναδεικνύει σε πρόσωπο. Άγια η μετακύλιση των στιγμών που κάνει τη ζωή να είναι μια συνέχεια• που έχει μέσα της την εντελέχεια. Βλογημένα τα χρόνια που έρχονται και φεύγουν. Μέσα απ\' αυτά ο άνθρωπος κρίνεται και ελέγχεται. Επιβεβαιώνεται ή ανατρέπεται. Στέκεται ή πέφτει. Γίνεται κάποιος ή τίποτα. Άγια η εναλλαγή που κάνει ώστε όλα να φαίνονται μάταια. Τα πλούτη να φαντάζουν πρόσκαιρα, η δύναμη να μοιάζει με φωτεινό πυροτέχνημα που μόλις άναψε, έχει κιόλας σβηστεί, η δόξα να καθίσταται μάταιη. Στο χρόνο μέσα τα πράγματα αλλάζουν, ανατρέπονται, ξεγίνονται. Η μονοτονία αποφεύγεται, η αλλαγή καθίσταται η πιο σταθερή δεδομένη αξία.
Άγιος και ο θάνατος που ορίζει το τέλος και σηματοδοτεί την έναρξη μιας καινούριας πορείας. Άγιος ο θάνατος που νεκρώνει τα πάθη μας. Που σηκώνει το ένδυμα της φθαρτότητας και αποκαλύπτει την αιώνια πραγματικότητα της πρόσκαιρης βιοτής μας. Άγιος ο θάνατος που εξαλείφει την κακότητα, που ξεριζώνει την αναίδεια, που απαλείφει την προπέτεια, που εξαποστέλλει κενούς τους άφρονες.
Άγιος ο Θεός, άγιος ο καιρός, άγιος ο θάνατος. Και ο άνθρωπος τριπλά ευλογημένος. Από το Θεό για το δώρο της ζωής και όσα την ακολουθούν, από τον καιρό για την πρόκληση της ανάδειξής του σε πρόσωπο και από το θάνατο για το μυστικό της υπόδειξης πως δεν έχουμε εδώ πόλη μένουσα, μα μια άλλη επιζητούμε».
Αφού είπε τούτα τα λόγια, ο μοναχός γαληνός και ήρεμος, αποσύρθηκε στη μοναξιά του τοπίου.
ΑΛΕΞΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Θεολόγος - ΒΔ Α΄ στο Λύκειο Παλιομετόχου.