Μέ ἰδιαίτερη χαρά χαιρετίζουμε τήν πρωτοβουλία τοῦ ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοῦ, Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κωνσταντίας κ. Βασιλείου, νά συγκαλέσει σήμερα ἐδῶ, στήν παλαίφατο, ἀλλά καί ἡμικατεχόμενη, ἐπαρχία του, τήν ὀρθόδοξη αὐτή Συνάντηση, γιά νά μελετηθεῖ καί συζητηθεῖ ἕνα πάρα πολύ βασικό καί οὐσιῶδες θέμα τῆς πίστεώς μας˙ αὐτό τῆς φύσης καί ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀφοῦ κατ᾽ ἀρχάς σᾶς καλωσορίσουμε στή νῆσό μας καί σᾶς εὐχηθοῦμε καλή παραμονή, στή συνέχεια θά θέλαμε νά τονίσουμε ὅτι τό θέμα αὐτό εἶναι ζωτικῆς σημασίας, διότι ἡ ζωή καί ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅλους αὐτούς τούς αἰῶνες, κατανοήθηκε καί βιώθηκε ὡς Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι προπάντων ἐκκλησιολογική. Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τό κεντρικό μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόν ἴδιο τόν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ διαφορετικά, παρά μόνο ὡς Ἐκκλησία, διότι μέσα στόν κόσμο, ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς του, ἐμφανίστηκε ὡς Ἐκκλησία, ὡς τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού πῆρε ἀνθρώπινη σάρκα, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σχετικά μέ τό θέμα αὐτό, εἶναι πολύ διαφωτιστική. Γράφει στούς Κορινθίους, ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶναι «ναός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Β΄ Κορ. στ΄, 16) καί «σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» (Α΄, Κορ. ιβ΄, 27).
Μέ τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ἔγινε σῶμα, καί τήν Ἐκκλησία, δηλαδή τούς πιστούς, τούς ἔκαμε δικό Του σῶμα. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τή συνέχιση, τήν παράταση, τήν ἐπέκταση καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, μέ τήν ἐνσάρκωσή Του, «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» (Ἰωάννη Χρυσοστόμου PG 52, 429) καί ἔγινε ὁμοούσιος πρός τή φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαρχή τοῦ σώματος καί Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, μέ σιγουριά καί ἀσφάλεια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μέ ὅσους εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του. Γράφει πάλιν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Καθάπερ γάρ καί σῶμα καί κεφαλή εἷς ἐστιν ἄνθρωπος, οὕτω τήν Ἐκκλησίαν καί τόν Χριστόν ἕν ἔφησεν (ὁ Ἀπόστολος) εἶναι» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου PG 61, 250). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν κατ’ ἐξοχή ἐκκλησιολογική του ἐπιστολή, πρός Ἐφεσίους, γράφει ὅτι ὁ Θεός «αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησία, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄, 22-23). Ἑρμηνεύοντας ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό χωρίο αὐτό, λέγει, ὅτι ἡ λέξη «πλήρωμα» προσδίδει στή λέξη «κεφαλή» τήν πραγματική της σημασία καί τήν ἀναδεικνύει στήν κυριολεκτική της ἔννοια, ἐκφράζοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ὀντολογική καί ἀδιαχώριστη ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία, δηλαδή τούς πιστούς.
Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἤ ἕνας ὀργανισμός, ἤ ἕνα σωματεῖο. Εἶναι ὁ Χριστός, ὡς Κεφαλή, καί οἱ πιστοί, ὡς τά μέλη της. Ὅλο δέ τό σῶμα πληροῦται ἀπό τόν Χριστό. Ὅταν εἴμαστε «συνημμένοι» καί «συγκεκολλημένοι» μέ τήν Κεφαλή μας, δηλαδή τόν Χριστό, τότε εἴμαστε Ἐκκλησία, τότε δεχόμαστε μέσα μας τό πλήρωμα τῆς χάριτος τῆς θεότητάς Του.
Ἡ ἑνότητα αὐτή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται καί ἐκφράζεται πληρέστερα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σ’ αὐτό τό μυστήριο ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή οἱ πιστοί, κοινωνοῦν κατά τόν πιό πραγματικό τρόπο μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό καί γίνονται «σύσσωμοι» Αὐτοῦ καί «μέτοχοι τοῦ Χριστοῦ». (Ἑβρ. γ΄, 14). Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, τό «μέτοχοι γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ» σημαίνει ὅτι «ἕν γενόμεθα ἡμεῖς καί αὐτός• εἴπερ αὐτός μέν κεφαλή, σῶμα δέ ἡμεῖς, συγκληρονόμοι καί σύσσωμοι. Ἕν σῶμα ἐσμέν, ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καί ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου PG 63, 56).
Σέ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος Πατήρ λέγει χαρακτηριστικά: «αὐτός (ὁ Χριστός) ἡ κεφαλή, ἡμεῖς τό σῶμα• μή δύναται μέσον τι εἶναι κεφαλῆς καί σώματος διάστημα κενόν; αὐτός θεμέλιος, ἡμεῖς οἰκοδομή• αὐτός ἄμπελος, ἡμεῖς τά κλήματα• αὐτός νυμφίος, ἡμεῖς νύμφη• αὐτός ὁ ποιμήν, ἡμεῖς τά πρόβατα... Ταῦτα πάντα ἕνωσιν ἐμφαίνει, καί οὐδέν μέσον κενόν ἀφίησιν εἶναι, οὐδέ τό μικρότατον» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου PG 61, 72-73). Καί σέ ἄλλη περίπτωση θά σημειώσει: «Καί αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ. Βαβαί, ποῦ πάλιν καί τήν Ἐκκλησίαν ἀνήγαγεν! Ὥσπερ διά τινος ἕλκων μηχανῆς, εἰς ὕψος αὐτήν ἀνήγαγε μέγα, καί αὐτήν ἐκάθισεν εἰς ἐκεῖνον τόν θρόνον. Ἔνθα γάρ ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καί τό σῶμα• οὐδενί γάρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλή, καί τό σῶμα• εἰ γάρ διείργετο, οὐκ ἄν εἴη σῶμα, οὐκ ἄν εἴη κεφαλή» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου PG 62, 26).
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν περιγραφή τῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπόφευκτα προκύπτει καί ἡ ἀποστολή της. Παρ᾽ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἰς οὐδεμίαν περίπτωση παραβλέπει τίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κυρίως ἀποστολή της εἶναι νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνία μέ τόν ἐν Τριάδι Θεό καί νά τόν κάνει Ἐκκλησία, δηλαδή μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀντολογική ἕνωσή του μέ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ θά τόν ὁλοκληρώσει ὡς ἄνθρωπο, ὥστε αὐτός νά μπορεῖ μέσα στήν κοινωνία νά ζεῖ καί νά συμπεριφέρεται ὡς θεούμενος καί πνευματικός ἄνθρωπος. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό πληρώνει τόν ἄνθρωπο, διά τοῦ πάντα, καί ἐν πᾶσι, πληρωμένου Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελιστῆ καί Θεολόγου Ἰωάννη, ὅτι σέ ἐκεῖνον πού φθάνει, διά τῆς διδασκαλίας καί ζωῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, στήν κοινωνία μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἡ χαρά του εἶναι «πεπληρωμένη» (Α´ Ἰωάν. α´, 1-4).
Στήν ἐποχή μας ἡ Ἐκκλησιολογία καί ὁ ρόλος της μέσα στήν κοινωνία βρέθηκαν στό ἐπίκεντρο τῶν θεολογικῶν ἐνδιαφερόντων σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Πολλές μελέτες εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος γύρω ἀπό τά ἐκκλησιολογικά θέματα, ὅπως εἶναι καί ἡ παροῦσα μελέτη, τήν ὁποία θά μελετήσετε στή σύναξή σας. Ἐντούτοις, ἔχουν ἐμφανισθεῖ καί πολλά προβλήματα καί κίνδυνοι σχετικά μέ τή Θεολογία τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἰδιαίτερα μέσα στήν οἰκουμενική κίνηση. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνάγκη, σέ μία ἐποχή, στήν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ πνευματική ἀναζήτηση, νά ἐμβαθύνουμε συνεχῶς στίς πηγές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας, γιά νά προέλθει ἀπό τίς πηγές αὐτές ἡ αὐθεντική καί ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία γιά τήν πίστη, τή συνείδηση καί τήν ἀποστολή τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ἡ ἐργασία, πού καλούμαστε νά κάνουμε, ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν πρόκειται γιά μία ἑρμηνεία «ὁμολογιακή» τῆς Ἐκκλησιολογίας, σέ ἀντιδιαστολή μέ τίς ἄλλες «ὁμολογίες» καί «Ἐκκλησίες» μέσα στήν οἰκουμενική κίνηση, ἀλλά γιά μαρτυρία τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων, δηλαδή γιά τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθοδοξία ὡς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ζεῖ καί βιώνεται «τό Μέγα τῆς εὐσεβείας Μυστήριον, Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», δηλαδή τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Καταθέτοντας αὐτές τίς σκέψεις, θά θέλαμε νά σᾶς εὐχαριστήσουμε γιά τήν ἐδῶ παρουσία σας καί νά σᾶς εὐχηθοῦμε, ὁ Θεός νά φωτίσει καί καθοδηγήσει τίς διάνοιές σας, ὥστε νά ὁλοκληρώσετε τό ἔργο σας μέ ἐπιτυχία καί νά θέσετε τά πορίσματά σας ἐνώπιον τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μας, γιά νά ἀποτελέσουν τή βάση, πάνω στήν ὁποία θά στηριχθοῦμε γιά τήν ὀρθόδοξη μαρτυρία μας σ᾽ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη.
Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου,
3 Μαρτίου 2011.