Ο Ανάδοχος
Aναλαμβάνει την ευθύνη, μαζί με τους γονείς αν πρόκειται για νήπιο, να καθοδηγήσει το νέο μέλος της Εκκλησίας στην οδό του Χριστιανισμού. Είναι «εγγυητής εις Χριστόν», τονίζει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Ως εκ τούτου ο ρόλος του είναι πολύ σημαντικός, γι’ αυτό πρέπει να είναι βαπτισμένος Ορθόδοξος και να ομολογεί ευθαρσώς την ορθόδοξη πίστη.
Η Κατήχηση
Προηγείται της Βαπτίσεως. Κατά τη Μυσταγωγία της Κατήχησης ο άνθρωπος που πρόκειται να βαπτιστεί -ή ο ανάδοχός του σε περίπτωση νηπίου- αποτάσσεται τον Σατανά, τις δυνάμεις και τα έργα αυτού και τον εμπτύει στραμμένος προς τη δύση. Στη συνέχεια, στραμμένος προς την Ανατολή, συντάσσεται με τον Ιησού Χριστό, δηλώνοντας απόλυτη εμπιστοσύνη σε Αυτόν και απαγγέλλοντας το Σύμβολο της Πίστεως τρεις φορές.
Η Βάπτιση
Μετά την Κατήχηση ο Ιερέας διαβάζει διάφορες ευχές προ της Κολυμβήθρας, προκειμένου να κατέλθει η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος για να εξαγιάσει το νερό. Ευχή διαβάζει και επί του ελαίου, με το οποίο, αφού σφραγίσει με το σημείο του Σταυρού τα σημαντικότερα μέλη του σώματος του βαπτιζόμενου, δίνει εντολή στον Ανάδοχο να πράξει το ίδιο. Ακολουθεί η Βάπτιση, κατά την οποία ο βαπτιζόμενος καταδύεται και αναδύεται στο νερό τρεις φορές, διότι το Μυστήριο τελείται στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ακολουθεί η σφράγιση των μελών του σώματος του νεοφώτιστου με το Άγιο Χρίσμα, η τριχοκουρία, η ένδυση και η περιφορά γύρω από την Κολυμβήθρα.
Οι συμβολισμοί των υλικών
Το ύδωρ. Είναι το βασικότερο υλικό του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Η βύθιση του βαπτιζόμενου σε αυτό εις το όνομα της Αγίας Τριάδος είναι θεοπαράδοτη εντολή και έτσι ενεργείται το μυστήριο της συμμετοχής του βαπτιζόμενου στο θάνατο και στην Ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Το έλαιο. Συμβολίζει την προστασία του Θεού, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς και αγωνιζόμενος, συνεργούσης της Χάριτος, να επιτύχει τη σωτηρία του.
Ο σταυρός. Είναι η σφραγίδα του Ιησού Χριστού, που δίδεται ως όπλο κατά των δαιμόνων και συνάμα το ορατό σημείο που δηλώνει την ταυτότητα πίστεως του νεοφώτιστου με τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας.
Η λαμπάδα. Πρέπει να είναι φτιαγμένη από γνήσιο κερί. Αυτή όταν ανάβει συμβολίζει το άκτιστο και υπέρλαμπρο φως του Πανάγιου Θεού.
Τα ενδύματα. Φανερώνουν τη λαμπρότητα του νεοφώτιστου, ο οποίος έλαβε-ενδύθηκε «χιτώνα φωτεινόν», δηλαδή μετέχει στο θείο φως. Γι\' αυτό, λοιπόν, τα βαπτιστικά ενδύματα πρέπει να είναι χρώματος λευκού.
Η τριχοκουρία. Με το κόψιμο των μαλλιών δηλώνεται ότι αφού ο άνθρωπος αφιερώθηκε στο Θεό, ανήκει πλέον, οργανικά, οντολογικά, πραγματικά σε Αυτόν.
Προσέγγιση στη Θεολογία του Μυστηρίου
Τα Μυστήρια της Εκκλησίας δεν ονομάζονται έτσι επειδή είναι πράγματα εντελώς άγνωστα και απρόσιτα σε μας, αλλά γιατί πέρα από τα κτιστά πράγματα, υπάρχουν και τα θεία πράγματα, στα οποία μετέχουν οι πιστοί. Οι λατρευτικές πράξεις της Εκκλησίας, λοιπόν, ονομάζονται έτσι, διότι με τη συμμετοχή του ο Χριστιανός σε αυτά, πέρα από τα υλικά πράγματα, λαμβάνει και την άκτιστη Χάρη του Θεού, η οποία δεν μπορεί να εντοπιστεί από κάποιο επιστημονικό όργανο.
Έτσι, στην περίπτωση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος τα κτιστά πράγματα είναι: α. το νερό μέσα στην κολυμβήθρα, β. ο βαπτιζόμενος που καταδύεται και αναδύεται τρεις φορές από τον ιερέα και γ. ο ιερέας, ο οποίος δανείζει τα χέρια του στο Πανάγιο Πνεύμα, εκφωνώντας: «Βαπτίζεται ο/η δούλος/η του Θεού .... εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», προκειμένου η άκτιστη θεία Χάρη να ενεργήσει το μυστήριο της ενσωμάτωσης του ανθρώπου στην Εκκλησία.
Το Μυστήριο του Βαπτίσματος προεικονίστηκε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτό και ο Χριστός, τηρώντας το Νόμο, βαπτίστηκε υπό του Τιμίου Προδρόμου. Βέβαια, το σωτήριο Βάπτισμα παραδόθηκε στην Εκκλησία από τον Ίδιο τον Κύριο. «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου δύναται εισελθείν είς την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3, 5), τόνισε στον Νικόδημο. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς είς το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19), ήταν η εντολή που άφησε στους Αποστόλους Του. Μάλιστα, υπογράμμισε έντονα τη σπουδαιότητα του Μυστηρίου λέγοντας ότι «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. 16, 16).
Το Βάπτισμα είναι Μυστήριο που τελείται άπαξ. Η δε κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζόμενου, αν και δεν αναγράφεται στην Αγία Γραφή ότι πρέπει να γίνεται εις τριπλούν, είναι πράξη αναπόσπαστη από το Μυστήριο, διότι παραδόθηκε από τους Αγίους Αποστόλους στους Πατέρες της Εκκλησίας. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει βάπτιση με άλλο τρόπο, όπως π.χ. διά ραντισμού.
Ο όρος «βάπτισμα» δηλώνει την ολοκληρωτική βύθιση ενός πράγματος μέσα στο νερό. Στην προκειμένη περίπτωση το νερό αποβαίνει ο τάφος του ανθρώπου της αμαρτίας και συνάμα η ανάστασή του, γιατί αυτό εξαγιάζεται από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βαπτιζόμενος, λοιπόν, καταδύεται ολόκληρος στο εξαγιασμένο νερό της κολυμβήθρας και αναδύεται τρεις φορές. Η πράξη αυτή δεν είναι συμβολισμός, αλλά πραγματική συμμετοχή, κατά ένα μυστήριο τρόπο, στο θάνατο και στην Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. «Το βάπτισμα δύναμίς εστιν προς ανάστασιν», υπογραμμίζει ο Μέγας Βασίλειος. Ο νεοφώτιστος είναι, πλέον, μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή του Κυριακού σώματος, της Εκκλησίας. Κατά κάποιον επίσης μυστήριο τρόπο ο νεός πιστός ενδύθηκε τον Ιησού Χριστό• «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», ψάλλουμε όταν ολοκληρωθεί η βάπτιση. Σκοπός, συνεπώς, του Βαπτίσματος, είναι να ενσωματώσει τον άνθρωπο στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία καταργείται το σώμα της αμαρτίας, ώστε να μην παράγει πλέον θάνατο και μπορεί να μετέχει ο πιστός στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, κατά τρόπο που να καρποφορεί τις αγιοπνευματικές αρετές του ιερού Ευαγγελίου. Η ένταξη του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού δεν είναι συμβολική ή θεωρητική, αλλά οργανική, οντολογική, πραγματική. Αυτό δε είναι γεγονός άκρως σημαντικό, γιατί η Εκκλησία είναι η εγγυημένη Κιβωτός της Σωτηρίας, αφού σε αυτήν «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», όπου μπορεί ο άνθρωπος να αναγεννάται και να ανακαινίζεται, και να γίνεται σύμμορφος με τον Ιησού Χριστό.
Η ενσωμάτωση στην Εκκλησία είναι ακριβώς αντίθετη πράξη από την πράξη του Αδάμ να διακόψει την κοινωνία του με τον Θεό. Ο βαπτιζόμενος ανοίγεται και πάλι στη Χάρη του Θεού. Πρέπει δε στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι ούτε κατά την Κατήχηση, ούτε και κατά τη Βάπτιση γίνεται λόγος για συγχώρηση οποιασδήποτε προπατορικής ενοχής. Και αυτό διότι το Μυστήριο επιτελεί κάτι πέρα από την άφεση όλων των προσωπικών αμαρτιών (όταν υπάρχουν). Καλείται «λουτρόν παλιγγενεσίας», γιατί «...άνωθεν ημάς δημιουργεί και κατασκευάζει, ουχ από γης διαπλάττον πάλιν, αλλ’ εξ ετέρου στοιχείου...», εξηγεί ο ιερός Χρυσόστομος. Η τέλεση του Μυστηρίου, λοιπόν, αφορά στην ένταξη του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία και υπερβαίνει κάθε έννοια νομικισμού. Έτσι ο πιστός παύει να είναι ο καρπός και το αποτέλεσμα μιας βιολογικής λειτουργίας, αλλά μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Υπάρχει, πλέον, ως ένα ξεχωριστό και ανεπανάληπτο πρόσωπο σε μια κοινωνία αγάπης και φωτός. Με το Βάπτισμα ανταμώνουμε την πρώτη και θεμελιακή σημασία της Εκκλησίας, σημειώνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Το Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας, μέσα στην οποία ενεργείται η εν Χριστώ ανακαίνιση του ανθρώπου. Το Μυστήριο του Χρίσματος που ακολουθεί, κατά το οποίο ο ιερέας χρίει τον νεοφώτιστο με το Άγιο Μύρο, είναι το επόμενο Μυστήριο και με αυτό μεταδίδεται στον νεοφώτιστο η σφραγίδα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Η εισαγωγή στην Εκκλησία σημαίνει και την έναρξη μιας εν Χριστώ ζωής μαρτυρίου και θυσίας, που είναι συνυφασμένη με την αγάπη.
Η εκκλησιαστική ζωή δεν βιώνεται με μαγικό τρόπο. Η είσοδος στο Σώμα του Χριστού δεν ισοδυναμεί αυτόματα με σωτηρία. Το Βάπτισμα για να καρποφορήσει αγιότητα, χρειάζεται τη διαχρονική και έμπρακτη συνέργεια του πιστού. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό από το ό,τι και ο Απόστολος Παύλος ομολογεί «βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου». Η ροπή αυτή προς το μη Ον, αντιμετωπίζεται και υπερβαίνεται με τον αδιάκοπο πνευματικό αγώνα και τη συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας με κέντρο αυτό της Θείας Ευχαριστίας. Οι ιεροί Πατέρες επισημαίνουν ότι το αίμα και το ύδωρ, που έρρευσαν από την πανάγια πλευρά του Κυρίου κατά την Στάυρωσή Του, αντιστοιχούν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Η Θεία Μετάληψη, επομένως, που ακολουθεί μετά το Βάπτισμα, είναι η φυσική συνέχεια της ζωής μέσα στην Εκκλησία. Η συχνή συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία και η Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου είναι το φάρμακο ενάντια στην ασθένεια του θανάτου. «Φάρμακο αθανασίας», ονομάζει το Πανάχραντο Σώμα και το Τιμιότατο Αίμα του Κυρίου ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, που συν τω χρόνω «συμμορφώνει» τον πιστό με τον Θεάνθρωπο Χριστό, γι’ αυτό και ο άνθρωπος υιοθετείται από τον εν Τριάδι Θεό και ως εκ τούτου κληρονομεί τη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο νηπιοβαπτισμός
Κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν βαπτίζονταν όλοι από τη νηπιακή τους ηλικία, επειδή ο νεογεννηθείς Χριστιανισμός τους συνάντησε σε μεγαλύτερη ηλικία. Διαπιστώνουμε, όμως, οικογένειες να βαπτίζονται σύσσωμες, ανεξαρτήτως της ηλικίας των μελών τους. Δεν θα ήταν λογικό να απέκλειε η Εκκλησία τα βρέβη και τα νήπια, από τη στιγμή που ο Ιησούς Χριστός τα ευλόγησε κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο, γιατί αυτά είναι ανοιχτά στη θεία Χάρη. Σχετικές μαρτυρίες, που καταδεικνύουν του λόγου το αληθές, υπάρχουν από Αγίους της Εκκλησίας που έζησαν τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όπως π.χ. ο Αγιος Ειρηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος καταθέτει πως ο νήπιοβαπτισμός ήταν πράξη της Εκκλησίας ήδη καθιερωμένη. Την παράδοση αυτή παραλαμβάνει και μεταλαμπαδεύει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επισημαίνοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να βαπτίζονται ενώ ακόμη είναι νήπια. Γενικά, στους ιερούς Πατέρες της Εκκλησίας επικρατεί η γνώμη ότι ο άνθρωπος πρέπει να βαπτίζεται εξ απαλών ονύχων, προκειμένου να απεγκλωβίζεται το συντομότερο από το κράτος του Διαβόλου και να λαμβάνει στο κέντρο της υπάρξεώς του την σφραγίδα και την αίσθηση της υπεραιώνιας ζωής. Η καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού έγινε με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο το 692.
Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος