Αναφορικά με τα δημοσιεύματα στον τύπο, σχετικά με απαντήσεις της Γενικής Ελέγκτριας στην Επιτροπή Οικονομικών μετά από ερωτήσεις βουλευτών, για τα φανταστικά και αστήρικτα ποσά που δήθεν η Εκκλησία της Κύπρου «χρωστούσε» στο Κράτος, και αναφέρονταν στις εκάστοτε εκθέσεις της Γενικής Ελέγκτριας, η Εκκλησία της Κύπρου θέλει να αναφέρει τα εξής, προς αποφυγή λανθασμένων εντυπώσεων :
1. Μέσα από τα δημοσιεύματα, η Γενική Ελέγκτρια φαίνεται να δήλωσε ότι η Εκκλησία δεν υπέβαλε ποτέ ένσταση στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για επαναξιολόγηση των οφειλών της προς το Κράτος. Με αυτήν τη δήλωση, εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η Εκκλησία δεν αντέδρασε ορθά και νομότυπα όπως μπορεί να κάνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση που διαφανεί ότι αδικείται ή λανθασμένα φορολογείται.
Θέλουμε να τονίσουμε προς αποκατάσταση της πραγματικότητας, ότι η Εκκλησία δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε στερεότυπη ένσταση προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, γιατί απλά ουδέποτε πήρε από το τμήμα οποιαδήποτε φορολογία που αφορούσε τα διαφιλονικούμενα ποσά. Ως εκ τούτου διερωτόμαστε περί ποιου θέματος και ποίας φορολογίας θα υπέβαλλε ένσταση στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων η Εκκλησία.
Αντιθέτως υπογραμμίζουμε ότι τα φανταστικά και αστήρικτα ποσά που δήθεν όφειλε η Εκκλησία, δημοσιοποιούνταν και παρουσιάζονταν στις εκάστοτε εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας του Κράτους. Στο σημείο αυτό θέλουμε να αναφέρουμε ότι ως Εκκλησία διερωτόμαστε πάντα πως μπορεί να γράφονται αυτές οι φορολογίες στις εκθέσεις της Γενικής Ελέγκτριας, εφόσον ουδέποτε μας κοινοποιήθηκαν τέτοιες φορολογίες από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Συγκεκριμένα, σχεδόν πάντοτε και μετά την έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας, ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με πρωτοσέλιδους τίτλους και πρώτες ειδήσεις στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων, τόνιζαν εμφαντικά τις υποδείξεις της Γενικής Ελέγκτριας για το τεράστιο ποσό που δήθεν οφείλει η Εκκλησία στο Κράτος.
Αμέσως μετά ακολουθούσαν αρνητικές δηλώσεις και τοποθετήσεις κάποιων εναντίον της Εκκλησίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η Εκκλησία διά του Προκαθημένου της αλλά και άλλων εκπροσώπων της, απαντούσε με τον πιο επίσημο τρόπο, υπερτονίζοντας ότι δεν υφίστανται τέτοιες οφειλές της Εκκλησίας.
2. Η Εκκλησία της Κύπρου δια της εκθέσεως του Διευθυντή του Ελεγκτικού Τμήματος της Εκκλησίας της Κύπρου κ. Ιωάννη Χαριλάου, η οποία αποστάληκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής, στον Υπουργό Οικονομικών, στον Υπουργό Εσωτερικών, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, στη Γενική Ελέγκτρια, στο Διευθυντή του Φόρου Εισοδήματος αλλά και σε άλλους, στις 23 Ιουνίου 2010, παρέθετε τις θέσεις της επί των δύο θεμάτων για τα οποία πολλές φορές η Εκκλησία κατηγορήθηκε και διασύρθηκε αδίκως. Το πρώτο θέμα αφορούσε το φορολογικό και τις λεγόμενες δήθεν οφειλές της Εκκλησίας εκατομμυρίων ευρώ και το δεύτερο θέμα αφορούσε το μικρό επίδομα που δίδεται από το Κράτος σε ορισμένους ιερείς της υπαίθρου, έναντι χιλιάδων στρεμμάτων γης που παραχωρήθηκαν από την Εκκλησία στο Κράτος με βάση τη συμφωνία Εκκλησίας και Κράτους του 1971, επί Προεδρίας του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄.
3. Στην έκθεση αυτή η Εκκλησία παρέθετε στοιχειοθετημένα και τεκμηριωμένα την άποψη της και αποδείκνυε πέραν πάσης αμφιβολίας με παραδείγματα, ότι δεν οφείλει στο Κράτος οποιεσδήποτε φορολογικές οφειλές από τη μία και από την άλλη απεδείκνυε ότι η Εκκλησία τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τη συμφωνία του 1971 μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους για τους ιερείς της υπαίθρου. Στην έκθεση μας επίσης καλούσαμε όλους τους αρμοδίους φορείς του Κράτους να εξετάσουν τα στοιχεία για την ορθότητα τους, με σκοπό να διαφανεί η πραγματική εικόνα και να σταματήσει ο άδικος διασυρμός της Εκκλησίας, αλλά και η συνεχής αντιπαράθεση Εκκλησίας και Κράτους. Εν κατακλείδι η Εκκλησία διά μέσου της εκθέσεως καλούσε το Κράτος να προωθήσει την συμφωνία Εκκλησίας και Κράτους του 2005 για το Φορολογικό. Η Γενική Ελέγκτρια μετά που παρέλαβε την έκθεση μας και τις σχετικές μας υποδείξεις και στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι σχετικές της αναφορές στις εκάστοτε εκθέσεις της ήταν λανθασμένες, ως προς δήθεν οφειλές της Εκκλησίας προς το Κράτος, προχώρησε σε έρευνα των στοιχείων και των παραδειγμάτων που της δώσαμε. Φαίνεται ότι μετά την έρευνα της αυτή, αποδείχθηκε ότι τα στοιχεία και οι θέσεις της Εκκλησίας είναι ορθά.
4. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι μετά τα νέα δεδομένα όπως προέκυψαν και μετά από σχετική πρόσκληση του Υπουργού Οικονομικών, έγινε συνάντηση στις 24 Σεπτεμβρίου 2010, μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών κ. Χαρίλαου Σταυράκη και του Διευθυντή του Ελεγκτικού Τμήματος της Εκκλησίας της Κύπρου κ. Ιωάννη Χαριλάου, για συζήτηση των θεμάτων. Υπήρξε μια εποικοδομητική συνάντηση. Συμφωνήθηκε νέα συνάντηση στις 7 Οκτωβρίου 2010. Στις 6 Οκτωβρίου 2010, ο Υπουργός Οικονομικών ακύρωσε τη συνάντηση, με τη δικαιολογία ότι η κυβερνητική πλευρά δεν είναι ακόμη έτοιμη για τη δεύτερη συνάντηση και μας δόθηκε ως πιθανότερη περίοδος συνάντησης στο τέλος Οκτωβρίου 2010. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε πάρει οποιαδήποτε ειδοποίηση από τον Υπουργό Οικονομικών και αναμένουμε. Καταλήγοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η Εκκλησία δεν επιθυμεί την αντιπαράθεση με το Κράτος. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η αλήθεια θα κυριαρχήσει και δηλώνουμε ότι επιθυμούμε το θέμα να τελειώσει το συντομότερο.
Ιωάννης Χαριλάου
Διευθυντής του Ελεγκτικού Τμήματος
της Εκκλησίας της Κύπρου
13 Νοεμβρίου 2010