Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος, σήμερα Τρίτη, 8 Νοεμβρίου 2011, θα χοροστατήσει και κηρύξει κατά την ακολουθία του Εσπερινού στον πανυγηρίζοντα ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου (περιοχή ΡΙΚ) στη Λευκωσία. Ο Θεοφιλέστατος αύριο, Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, θα λειτουργήσει και κηρύξει στον ίδιο ιερό ναό.
Από τον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Αρχαγγέλου – Μακεδονίτισσας ανακοινώνεται ότι την Τρίτη 08/11 βράδυ προς Τετάρτη 09/11, θα γίνει Αγρυπνία. Θα αρχίσει στις 10:00μ.μ. και θα τελειώσει στις 01:15 μετά τα Μεσάνυκτα.
----------------------------------------------------------------
Ο βίος του Αγίου Νεκταρίου
Ο Άγιος Νεκτάριος, Επίσκοπος Πενταπόλεως, γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία (τουρκοκρατούμενη Θράκη). Οι γονείς του λέγονταν Δημοσθένης και Βασιλική Κεφαλά και είχαν ακόμη 5 ή 6 παιδιά. Εξ απαλών ονύχων ο Νεκτάριος, κατά κόσμο Αναστάσιος, γαλουχήθηκε με τα νάματα του Χριστιανισμού από την ευλαβή μητέρα του, εκ της οποίας έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στον τόπο όπου γεννήθηκε μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο και ακολούθως στο σχολαρχείο.
Για να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά και για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, στην αρχή δούλεψε σε καπνοπωλείο της περιοχής. Τότε ήταν που άρχισε να μελετά τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους Έλληνες Φιλοσόφους. Μερικά δε αποφθέγματά τους τα έγραφε επάνω στις καπνοσακούλες, προκειμένου να διαβάζουν και να επωφελούνται και άλλοι συνάνθρωποί του. Η εργασία συλλογής πατερικών αποσπασμάτων ολοκληρώθηκε με την έκδοση δίτομου βιβλίου υπό τον τίλτο: «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που τύπωσε το 1895. Η έκδοση ενός βιβλίου ήταν παιδικό του όνειρο που πραγματοποιήθηκε, αφού όταν ήταν εφτάχρονο παιδί συνέραβε φύλλα χαρτιού, προκειμένου να τα γεμίσει με θεολογικά κείμενα, όπως ο ίδιος έλεγε στη μητέρα του.
Από το καπνοπωλείο έφυγε όταν ανέλαβε ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου χρεή Διευθυντή εκτελούσε ο Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, θείος του από την μητέρα του. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του και παράλληλα δίδασκε σε μαθητές κατωτέρων τάξεων. Τότε ήταν που η Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, με ένα σημείο, έδειξε την παρησσία του Αγίου ενώπιον του Θεού. Ενώ, λοιπόν, επέβαινε σε πλοίο με προορισμό την Σηλυβρία έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή, οπόταν ο Άγιος κατάφερε να κοπάσει τους ανέμους με την προσευχή του.
Κατόπιν εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου, όπου κήρυσσε το Ευαγγέλιο στην γύρω περιοχή. Σε ηλικία είκοσι επτά ετών, ο Νεκτάριος εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου, όπου στα τριάντα του χρόνια δέχθηκε την μοναχική κουρά, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο, μετονομαζόμενος σε Νεκτάριο (1877). Ακολούθως πήγε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε επί τριετία, προκειμένου να πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου.
Το 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια με συστατική επιστολή του Ηγουμένου της Νέας Μονής Νικηφόρου, προκειμένου να επισκεφθεί τον τότε Πατριάρχη Σωφρόνιο και να εκφράσει σ’αυτόν την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο Πατριάρχης προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Νεκτάριο, με τον όρο να εργαστεί για το Πατριαρχείο όταν ολοκληρώσει τις σπουδές του. Έχοντας την υποστήριξη του Πατριάρχη, λοιπόν, ο Νεκτάριος μετέβη στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών και αποφοίτησε από αυτήν σε τρία χρόνια.
Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Αύγουστο του ιδίου έτους έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Με εντολή του Πατριάρχη διετέλεσε Γραμματέας του Πατριαρχείου και στη συνέχεια Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάϊρο. Μητροπολίτης Πενταπόλεως χειροτονήθηκε τον Ιανουάριο του 1889, επίσης, από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο. Η άνοδος του στον Επισκοπικό Θρόνο, όμως, και η αγάπη του κόσμου, υποκίνησαν τον φθόνο ανθρώπων του Πατριαρχείου. Οι φθονεροί συκοφάντες έπεισαν, με ψευδείς παραστάσεις, τον πολιό Πατριάρχη Σωφρόνιο να του αφαιρέσει τα αξιώματα, να του επιβάλει κατ΄ οίκον περιορισμό και να μην εμφανίζεται στην περιοχή του Καΐρου. Το μένος τους ωστόσο δεν υποχώρησε. Με συντονισμένες προσπάθειες εξασφάλισαν, παράνομο εκκλησιαστικά, απολυτήριο, με το οποίο εξανάγκασαν τον Άγιο Νεκτάριο να φύγει από την Αίγυπτο. Ο Άγιος Νεκτάριος, όμως, δεν αντέδρασε, αλλά έφυγε για την Αθήνα.
Τον Μάρτιο του 1894 διορίστηκε ως Διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, θέση στην οποία παρέμεινε για 14 χρόνια και από την οποία δούλεψε σκληρά, προκειμένου να βοηθήσει τους κληρικούς. Τις δε ελεύθερες του ώρες προσευχόταν, έγραφε και φρόντιζε τους κήπους.
Ο Άγιος Νεκτάριος δεν λησμόνησε πότε τη μοναστική ζωή. Αφορμή για να επανέλθει στο Μοναστήρι του έδωσε η Χρυσάνθη Στρογγυλού, η μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη, μια τυφλή, αλλά ευλαβή γυναίκα. Συζητώντας με την Χρυσάνθη αντιλήφθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει Μοναστήρι στην Αίγινα. Τότε, λοιπόν, άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο, όπου θα έκαναν το ασκητήριό τους, για να καταλήξουν στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, το οποίο είχε ερειπωθεί το 1834, λόγω του διατάγματος των Βαυαρών. Πράγματι, με τις εντολές του Αγίου άρχισαν οι εργασίες αναστύλωσης (1904), το οποίο, σημειωτέον, ο Άγιος αφιέρωσε στην Αγία Τριάδα.
Το 1908 υπέβαλε την παραίτησή του από Διευθυντής της Ριζαρείου και εγκαταστάθηκε σε οικία, πλησίον του Μοναστηριού, από όπου καθοδηγούσε τις μοναχές και προσπαθούσε να πετύχει αναγνώριση του Μοναστηριού από την Εκκλησία της Ελλάδος. Ωστόσο η αναγνώριση δεν ήλθε παρά μόνο τέσσερα χρόνια μετά την κοίμησή του, με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου του 1924.
Το τέλος της επίγειας ζωής του Αγίου επισπεύθηκε από την χρόνια προστατίτιδα, που του προκαλούσε φρικτούς πόνους. Δύο μήνες πριν από την κοίμησή του νοσηλέυτηκε στο Αρεταίειο νοσοκομείο των Αθηνών. Τα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 κοιμήθηκε σε ηλικία 74 ετών. Ο θάλαμος νοσηλείας του Αγίου φυλάσσεται μέχρι σήμερα και μπορεί κανείς να πάει στο χώρο και να προσκυνήσει (2ος θάλαμος του 2ου ορόφου).
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Αίγινας, από όπου οι πιστοί το μετέφεραν μέχρι τη Μονή, ενώ αυτό ανέδυε ευωδία. Η ταφή του Αγίου, έγινε στο προαύλιο της Μονής. Όταν δε μετά από έξι μήνες ανοίχθηκε το μνήμα του, προκειμένου να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα, διαπιστώθηκε ότι το σεπτό του σκήνωμα δεν είχε υποστεί καμία φθορά και ότι ευδίαζε έντονα. Το σημείο αυτό της χάριτος συνέχιζε να φανερώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αγιότητα του Νεκταρίου για είκοσι χρόνια. Η ανακομιδή των λειψάνων του, έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον τότε Μητροπολίτη Προκόπιο. Η επίσημη διακήρυξη του ως Αγίου της Εκκλησίας έγινε το 1961 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη.
Επιμέλεια: Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος.
Οι πειρασμοί του Αγίου
Ποτέ δεν έλειψαν από τον κόσμο το χριστιανικό. Πολύ περισσότερο λίκνισαν πάντοτε τους αφοσιωμένους στο Θεό ανθρώπους, οι πειρασμοί. Ο Σατανάς δεν έχει άλλη δουλειά. Ο Άγιος Νεκτάριος τους αντίκρισε στην πιο μεγάλη έντασή τους. Είναι ανεκδιήγητα τα εμπόδια, που ο εχθρός κύλισε στο δρόμο του Αγίου. Και μέσα και έξω πειρασμοί. Μα με ένα γλυκό χαμόγελο εκείνος πάντα τους υπεδέχετο. «Προσεύχεται για μένα ο Λυτρωτής μου Ιησούς», έλεγε συχνά αυτές τις ώρες. Πολλές φορές τραβώντας τους κόμπους του κομποσκοινιού του τον άκουα να σιγολέει : «Σίμων, Σίμων, ιδού ο Σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκά ΚΒ’ 31-32). Έπειτα έριχνε το βλέμμα του επάνω μου και μου ’λεγε : «Διατί να ασχάλωμεν (γογγύζουμε) εις τους πειρασμούς μας ; Ο Κύριος μας ο ίδιος προσεύχεται δι’ ημάς. Ημείς ένα έχομε καθήκον, το να μη λησμονάμε την τελευταία εντολή Του: «Συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Ιδού το ιδικόν μας καθήκον. Ο Κύριος μάς σώζει από τους πειρασμούς· ημείς να βοηθήσουμε τους αδελφούς μας, να μη κλονίζονται εις τους πειρασμούς.
Και απέδειξε, ότι αυτά δεν ήταν λόγια της στιγμής, αλλά ζωή του. Ήταν στην Αίγινα τότε κάποια γυναίκα ξένη και πουλούσε κεριά. Είχε έλθει από άλλο μέρος. Οι ευσεβείς γυναίκες της Αίγινας αγόραζαν τα κεράκια της και με αυτά ζούσε. Μα, στ’ αλήθεια ήταν δαιμονισμένη. Είχε μια κόρη. Ήταν τότε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, συνετό, φρόνιμο, καλό, θεοφοβούμενο, ως δέκα εξ χρόνων. Η «κερού», όπως έλεγαν στην Αίγινα τη μητέρα της, είχε καταληφθεί από μανία καταδιώξεως προς το παιδί της. Της έλεγε, ότι έχει ερωμένους και πολλές φορές είχε επιχειρήσει, να την σκοτώσει και με μαχαίρι και με δηλητήρια. Το άμοιρο κορίτσι εύρισκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, ζητώντας προστασία από αυτόν. Εκείνος πάντα έδιδε την ευλογία του. Η δαιμονισμένη «κερού» δεν μπορούσε, να το χωνέψει και άρχισε τις συκοφαντίες. Το τρομερό είναι, ότι ήσαν τόσον πειστικά τα λόγια της – τη βοηθούσε δίχως άλλο ο Σατανάς – ώστε έπειθε, ότι έχει δίκαιο και τον ποιο κριτικό και συνετό άνθρωπο. Ο Σεβασμιότατος Άγιος Νεκτάριος ανέφερε τότε το περιστατικό στον αείμνηστο Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και ζήτησε οδηγίες. Εκείνος τον παρεκάλεσε, να προστατέψει την κοπέλα. Είχε τότε εκείνη φθάσει τα δέκα οκτώ της χρόνια. Ήταν αλήθεια μια σεμνή, ενάρετος και ωραιότατη κοπέλα. Η «κερού» έβλεπε ότι δεν ημπορούσε πλέον, ούτε να τυραννήσει την κόρη της, ούτε και να φέρνουν αποτέλεσμα οι σατανικές συκοφαντίες της. Ο Διάβολος τότε έβαλε στο μυαλό της το έξης σχέδιο. Πήγε στον Πειραιά και παρουσιάσθηκε στον ανακριτή και άρχισε με κλάματα, που άφθονα της έδιδε ο Σατανάς, να διηγείται την τραγωδία της.
«Έχω μια κόρη ωραιότατη δέκα οκτώ χρόνων. Εγώ ξέρω η άμοιρη πως την μεγάλωσα, με τι στερήσεις, με τι βάσανα. Μα, τώρα μου την ξεστράτισαν από τον ίσιο δρόμο. Είναι στην Αίγινα στο γυναικομονάστηρο ένας καλόγερος, που τάχα ασκητεύει, μα έχει τις καλόγριες ερωμένες του και ρίχνει τα παιδιά, που κάνουν, σ’ ένα πηγάδι. Αυτός ο κακούργος μου ξεμυάλισε το κορίτσι μου και το πήρε στο Μοναστήρι. Θα το καταστρέψει. Τρέξτε, σωστέ το παιδί μου… ». Και ήταν ο λόγος της τόσο πειστικός και τα δάκρυα της και οι λυγμοί της τόσοι, που συγκίνησαν τον ανακριτή και τον έπεισαν ότι πράγματι έτσι είναι. Πήρε την κατάθεσή της και σηκώθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα έφθασε στην Αίγινα και κτύπησε την πόρτα του Μοναστηρίου συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες. Σχεδόν παραβίασε την πόρτα, καταπατήσας τους κανονισμούς του Μοναστηρίου και επήγε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι καλόγριες αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε «Κύριε, ελέησον». Ο Δεσπότης σηκώθηκε να τον υποδεχτεί με το συνηθισμένο χριστιανικό χαμόγελο του. Μα, ο ανακριτής αναμμένος από το θυμό, είπε απότομα στον Γέροντα – θα ήταν τότε έως εβδομήντα πέντε χρόνων. -Βρε καλόγερε, που είναι το πηγάδι, που ρίχνεις τα μούλικα, που κάνεις με τις καλόγριες ;» Εκείνος κάθισε στην καρέκλα με το γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Λέξη πλέον δεν είπε. Ο Ανακριτής σκύλιαζε, απειλούσε, να του ξεριζώσει τα γένια, χειρονομούσε, εφώναζε. Ο Άγιος χαμογελούσε γλυκά, είχε υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό και προσευχόταν για το δυστυχή ανακριτή, που τον είχε πλανήσει η «κερού». Ένας θρήνος απλώθηκε σ’ όλο το Μοναστήρι. Όταν ο ανακριτής έφυγε απειλώντας τα πάντα, οι αδελφές μαζεύτηκαν στο κελλί του Αγίου. Έκλαιαν. Μια από αυτές τόλμησε να μιλήσει. «Να τον καταγγείλουμε τον κακόν άνθρωπο, Σεβασμιότατε» είπε. Μα αμέσως ο Άγιος απήντησε. «Τόσον καιρό σας διδάσκω, να πιστεύετε, ότι ο Θεός, διευθύνει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του τίποτε δεν γίνεται και σεις χάσατε την υπομονή σας ; Μη κλονίζεσθε. Δοξάσατε του Θεού το Όνομα πάντων ένεκεν». «Μα, σεις, Σεβασμιότατε – τόλμησαν να προσθέσουν μερικές – δεν έπρεπε να απολογηθείτε ;…» Ο Άγιος απάντησε ήρεμα : «Υπέρ εμαυτού ουκ απολογήσομαι. Προσευχηθείτε υπέρ του άνθρωπου αυτού. Και δι’ αυτόν εσταυρώθη ο Κύριος». Σήκωσε τα βλέμματα του προς τον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται και πάλι.
Το κορίτσι της «κερούς» κλήθηκε από το δικαστήριο και εξετάστηκε από τον Νικόλαο Αλεξ. Πετσάλη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της μαιευτικής και γυναικολογίας και βρέθηκε παρθένος. Στο αρχείο της Μονής της Αγίας Τριάδος σώζεται η γνωμάτευση του, με την οποία καταρρίφθηκε η κατά του Αγίου συκοφαντία και ήταν αποστομωτική απάντηση σε όσους επιχείρησαν να κατηγορήσουν τον αγιότατο πατέρα της Εκκλησίας. Όπως αφηγούνται παλαιότερες μοναχές ο ανακριτής που μίλησε με εκείνο το συκοφαντικό και ασεβή τρόπο αρρώστησε βαριά. Αισθανόμενος φοβερούς πόνους ζήτησε να τον μεταφέρουν στον Άγιο Νεκτάριο για να τον συγχωρήσει και να τον θεραπεύσει. Έπεσε στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε μαζί με τη σύζυγό του να τον ελεήσει. Ο Άγιος ως ανεξίκακος και μακρόθυμος τον συγχώρησε και παρεκάλεσε τον Θεόν για τη θεραπεία του.
Πηγή: Ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920), Επιμέλεια Αρχιμανδρίτου Τίτου Ματθαιάκη, Αθήναι 1955).