Φόρουμ Διαλόγου Μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Εὐρώπη καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων στήν Εὐρώπη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Μητρόπολη τῆς Ρόδου φιλοξένησε, ἀπό τίς 18-22 Ὀκτωβρίου, τό Φόρουμ Διαλόγου μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Εὐρώπη καί τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων στήν Εὐρώπη τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά τή δεύτερη συνάντηση τοῦ ἀνωτέρω Διαλόγου, πού πραγματοποιεῖται ἀνά δύο ἔτη. Ἡ πρώτη συνάντηση ἔλαβε χώρα στό Trento τῆς Ἰταλίας τόν Δεκέμβριο τοῦ 2008, μέ θέμα: «Ἡ Οἰκογένεια: ἕνα καλό γιά τήν ἀνθρωπότητα». Τά θέματα μέ τά ὁποία ἀσχολεῖται ὁ Διάλογος εἶναι κυρίως τά κοινωνικά προβλήματα τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Εὐρώπη καί ὁ τρόπος ἀντιμετώπισής τους. Τό θέμα τῆς δεύτερης συνάντησης ἦταν: «Σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας: οἱ θεολογικές καί ἱστορικές τους διαστάσεις». Στήν 17μελή Ἀντιπροσωπεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συμμετείχαν ἀντιπρόσωποι ἀπό ὅλες σχεδόν τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, ἐνῶ στήν ἀντίστοιχη Ρωμαιοκαθολική Ἀντιπροσωπεία, 17 ἀντιπρόσωποι τοῦ Συμβουλίου τῶν ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων τῆς Εὐρώπης, τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Συμπρόεδροι τῆς συνάντησης ἦταν, ὁ Μητροπολίτης Σασίμων κ. Γεννάδιος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί ὁ Καρδινάλιος Péter Erdö, Πρόεδρος τῆς ἀνωτέρω Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐπισκοπικῆς Συνέλευσης. Τονίζεται ὅτι τό Φόρουμ τοῦ Διαλόγου δέν ὑποκαθιστᾶ τόν θεολογικό διάλογο τῆς Μεικτῆς Ἐπιτροπῆς μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἄρχισε ἀπό τό 1980.
Τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στήν συνάντηση, ἐκπροσώπησε ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Νεαπόλεως κ. Πορφύριος. Σ’ αὐτήν ἀνέπτυξε τό θέμα: «Σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας Κύπρου. Μέσα ἀπό μία ἱστορική καί θεολογική προσέγγιση». Μέσα ἀπό αὐτήν ὑπογραμμίζεται ὅτι στήν Κύπρο οἱ σχέσεις Πολιτείας καί Εκκλησίας ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν ἰσχυρές καί σέ μεγάλο βαθμό «ὑγιεῖς», στό μέτρο πού ὑπῆρχε διάκριση τῶν ρόλων καί ἀλληλοβοήθεια. Στούς τομεῖς πού ἡ Πολιτεία ἄφησε περιθώρια δράσης στούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας (ὡς λ.χ. στό χῶρο τῆς Παιδείας, καθώς καί τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου τήν περίοδο 1960-1990) τά θετικά ἀποτελέσματα ἤσαν ἐμφανῆ, σ’ ὅλες τίς πτυχές τοῦ κοινωνικοῦ βίου (ἀναβάθμιση τῆς κοινωνικότητας καί ψυχικῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν, μείωση τοῦ δείκτη ἀντικοινωνικῶν συμπεριφορῶν κλπ.). Στούς τομεῖς, ὅμως, πού τό κράτος «πέτυχε» νά μειώσει τήν ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας (ὡς λ.χ. στό χῶρο τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου, κατά τά τελευταία χρόνια) τελικῶς οἱ συνέπειες ἔπληξαν αὐτή ταύτη τήν ὑπόστασή του, ἐφόσον θεμελιώδεις θεσμοί (ὡς λ.χ. ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια) ὑπέστησαν φθορά καί διάβρωση.
Ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, στό μέτρο πού οἱ ποιμένες τῆς ἀξιοποιοῦσαν τά περιθώρια δράσης, πού τούς παρεῖχαν τό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας, καί παράλληλα δέν εἰσπηδοῦσαν σέ χώρους ἄσχετους μέ τήν ἀποστολή τους, τά ὀφέλη ἤσαν ὄχι μόνο πνευματικά (σχετικά δήλ. μέ τή σωτηρία τῶν ψυχῶν, πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά συνάμα καί κατ’ ἐπέκταση κοινωνικά καί ἐνισχυτικά της ὑπόστασης καί πολιτικῆς δύναμης τοῦ Κυπριακοῦ κράτους.
Γραφείο Εκκλησίας Κύπρου στούς Εὐρωπαϊκούς Θεσμούς