Εἶναι μὲ τιμὴ ποὺ ἀνάλαβα τὸ ρόλο νὰ νεκρολογήσω τὸν πατέρα Γεώργιο, τὸν “Παπάγιωρκη τοῦ Καϊμακλιοῦ”. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ μὲ λεπτομέρειες στὴ καταγωγή του. Μόνο θὰ πῶ ὅτι εἶναι γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας τοῦ Παπάγιαννη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς ὁσιακὸ τέλος, καὶ τῆς Ἑλένης, ἔκαναν 18 παιδιὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐπέζησαν 11. Τρία ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Παπάγιαννη ἔγιναν ἱερεῖς. Ἡ οἰκογένεια του καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο Σπαθαρικοῦ.
Φτώχεια πολλή, ἔλεγε συχνὰ ὁ Παπάγιωρκης ὅτι, τὸ βράδυ τσιμποῦσε κάτω ἀπὸ τὸ πάπλωμα τὸ μικρὸ ἀδελφό του γιὰ νὰ κλάψει καὶ νὰ βρεῖ ἀφορμὴ νὰ τοῦ φέρει λίγο ψωμὶ ὥστε νὰ φάει καὶ αὐτός λίγο διότι πεινοῦσε.
Ἔκοβαν παλλοῦρες γιὰ νὰ βγάλουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, μᾶς ἔλεγε, μὰ πόσες νὰ κόψεις καὶ γιὰ πόσα χρόνια;
Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ἀφοῦ χειροτονήθηκε καὶ ὑπηρέτησε στὴ Λύση καὶ στὴ Κυθρέα κατάληξε στὸ Καϊμακλί ἀπὸ τὸ 1964, ὅπου φάνηκε ὅλη του ἡ ἐνεργητικότητα καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἕνα λαὸ ποὺ δέν τὸν ξεχώριζε σὲ “ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας” καὶ μή, σὲ φτωχοὺς καὶ πλούσιους, σὲ ἀριστεροὺς καὶ δεξιούς. Μόνο τὸν ἑαυτό του ἔβαζε κάτω ἀπὸ ὅλους, ὑπηρέτης ὅλων καὶ στὶς πιὸ ἀκραῖες ἀκόμα ἰδιοτροπίες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πολλὲς φορὲς γελῶντας ἔλεγε “γεννηθήτω τὸ θέλημά σας ἐπὶ τῆς γῆς”.
Ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἀγαπήσει ὅλος ὁ κόσμος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴ σημερινὴ σύναξή μας ἐδῶ. Κάποιος τοῦ εἶπε μιὰ φορὰ “Ἐμεῖς δὲν ἀγαποῦμε τοὺς παπάδες τζαὶ τὲς ἐκκλησιές, ἐσὲνα γιατὶ σ’ ἀγαποῦμε Παπάγιωρκη;” καὶ ἀπάντησε: “Ἐπειδὴ ἔσας τὸ παίζω καλλίτερος ρέ”. Ποτὲ δὲν κατέκρινε, κανένα καὶ γιὰ κανένα λόγο, καὶ ὅταν τοῦ ἔλεγες κάτι γιὰ κάποιο ἄνθρωπο περιμένοντας νὰ σοῦ πεῖ κάτι συμβάλλοντας στὴ κατάκριση, σοῦ ἔλεγε: “ἔ! Καλά…” καὶ σιωποῦσε.
Δὲν ἤξερε νὰ τὸ παίξει εὐσεβὴς κληρικός, προσέχοντας τὰ λόγια του καὶ τὰ ἀστεῖα του, ἔτσι πολλοί, ποὺ δὲν τὸν ἤξεραν καὶ τὸν ἄκουγαν πρώτη φορὰ τὸν παρεξηγοῦσαν. Δὲν ἔκανε αὐστηρὲς νηστεῖες ἀλλὰ καμμιὰ ἰδιοτροπία γιὰ τὰ φαγητά. Χρόνια χωρὶς ὄσφρηση καὶ γεύση χωρὶς τὴν παραμικρὴ εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ φαγητὸ χωρὶς παράπονο ὅμως καὶ δυσανασχέτηση.
Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἱερεῖς ποὺ προσπαθοῦμε νὰ συμπεριφερθοῦμε “πνευματικὰ” χάσαμε τὴ φυσικότητά μας καὶ τὴν καρδιακὴ σχέση μὲ τὸ κόσμο μας. Ξέρουμε τὰ πάντα γιὰ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες ἀλλὰ καμμιὰ ἐγκράτεια καὶ ἄσκηση καὶ γυρεύουμε τὰ πιὸ νόστιμα νηστίσιμα γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὶς αἰσθήσεις μας.
Ὅταν ὅμως λειτουργοῦσε, τότε βυθιζόταν στὰ λόγια τῶν εὐχῶν καὶ τόνιζε μὲ τὸν χαρακτηριστικό του τρόπο τὶς λέξεις μία-μία, σὰν χάντρες ἀπὸ κομπολόι καὶ καταλάβαινες ὅτι βίωνε αὐτὰ ποὺ ἔλεγε.
Ἀγαποῦσε τὸ Κοιμητήριο καὶ τοὺς νεκρούς. Μνημόνευε ὀνόματα σὲ οἰκογενειακοὺς τάφους ποὺ ἀκόμα καὶ οἱ συγγενεῖς εἶχαν ξεχάσει. Περιποιόταν τοὺς χιλιάδες τάφους καὶ τοὺς πότιζε τὸ Καλοκαίρι δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα χωρὶς νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε ἀπαίτηση ἢ ἀναγνώριση ἀπὸ κανένα, μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα. Φύτεψε πολλὲς δεκάδες ἐλαιόδεντρα, τὰ πότιζε, τὰ κλάδευε, μάζευε τὶς ἐλιές, τὶς πήγαινε στὸ ἐλαιοτριβεῖο ἔβγαζε ἀρκετὸ λάδι, καὶ γύριζε σπίτι μὲ ἕνα μικρὸ παγοῦρι. Περνοῦσε πρῶτα ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του φτωχούς.
Ἕνα καλοκαίρι ποὺ δὲν εἶχε νερὸ τὸ πηγάδι τοῦ Κοιμητηρίου λόγῳ συνεχῶν ἀνομβριῶν, οἱ τουρμπῖνες δούλευαν μόνο πέντε λεπτά, καὶ ἔβγαζαν ὅλο τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι. Σὲ μία ὥρα μάζευε νερὸ ξανὰ τὸ πηγάδι. Ξυπνοῦσε κάθε μία ὥρα, ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσε ξυπνητήρι, πήγαινε στὸ Κοιμητήριο ξεκινοῦσε τοὺς τουρμπῖνες γιὰ πέντε λεπτὰ καὶ γύριζε στὸ κρεβάτι του. Συνέχιζε ἔτσι μέχρι νὰ ξημερώσει, ἔτσι ὥστε νὰ γεμίσουν τὰ ντεπόζιτα τοῦ Κοιμητηρίου καὶ νὰ βρεῖ νερὸ ὁ κόσμος τὸ Σάββατο ποὺ θὰ΄ρχόταν στὰ μνήματα. Καὶ ἐγὼ γνωρίζοντας τὴν τελευταῖα τεχνολογία τοῦ εἶπα, γιατὶ νὰ μὴ βάλουμε ἕνα χρονοδιακόπτη ὥστε νὰ μὴ ταλαιπωρεῖσαι; Καὶ μοῦ ἀπάντησε λακωνικά: “δὲν χρειάζεται.” Αὐτὴ δὲν εἶναι ἀνιδιοτελὴς ἄσκηση καὶ κόπος ποὺ ἐξαγιάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν χαριτώνει; Κάτι ποὺ λείπει σήμερα ἰδίως ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς νεώτερους, ποὺ ἡ τεχνολογία μᾶς ἀκρωτηρίασε καὶ πατᾶμε κουμπιὰ γιὰ ὅλο καὶ λιγώτερο κόπο καὶ μεγαλύτερο ἀποτέλεσμα μὲ ποιὸ στόχο; Νὰ εἴμαστε τελικὰ πιὸ κουρασμένοι καὶ πιὸ ἀγχωμένοι ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κάποιος ποὺ δὲν τὸν γνώρισε ἀπὸ κοντά, καὶ τὰ ἀκούει αὐτά, ὅτι ὁ Παπάγιωρκης ἦταν κάποιος μὲ χαμηλὴ ἀντίληψη καὶ μὲ λίγες δυνατότητες, θὰ πῶ ὅτι τελείωσε τὸ ἑσπερινὸ Γυμνάσιο σὲ μεγάλη ἠλικία καὶ πέρασε τὶς ἐξετάσεις γιὰ εἰσδοχὴ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ τὴν τελείωσε διαβάζοντας ὅλα τὰ μαθήματα μαζὶ μὲ τὴν κόρη του, συμφοιτητὲς στὴ ἴδια σχολή. Ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐνορία γιὰ νὰ δώσει τὰ μαθήματα κατὰ τὴν ἐξεταστικὴ περίοδο διαβάζοντας στὴν Ἀθήνα ἀκούραστα καὶ ἀσταμάτητα. Πέρασε πολὺ δύσκολα μαθήματα μὲ μία μέρα διάβασμα, εἶχε καθαρότατο μυαλὸ καὶ μνήμη ποὺ τὴ θαύμαζα διότι ποτὲ δὲν ἔγραφε τὶς συναντήσεις ποὺ εἶχε μὲ κόσμο ἢ τοὺς ἁγιασμοὺς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν ξεχνοῦσε ποτὲ καὶ κανένα.
Πέρασαν ἀπὸ τὰ χέρια του χιλιάδες λίρες ποὺ τὰ ξόδευε μαζὶ μὲ τὸ μισθό του γιὰ ἄπορες οἰκογένειες καὶ φοιτητές. Ὅταν τελευταῖα, μετὰ τὴν ἀσθένειά του, πῆρα τὸ αὐτοκίνητό του γιὰ νὰ τὸ κυκλοφορῶ νὰ μὴ χαλάσει, βρῆκα στὸ ντουλαπάκι τοῦ ταμπλὼ κάμποσα χαρτιὰ τράπεζας ποὺ ἦταν συναλλαγματικὲς γιὰ φοιτητές τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἔδινε λεφτὰ μέχρι σημείου νὰ κάνει δάνεια γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν.
Ὅταν Μακαριώτατε τὸν τίμησε σὲ ἑσπερινὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ὁ προηγούμενος Ἀρχιεπίσκοπος μας μὲ τὸ ὀφίκκιο τοῦ Οἰκονόμου δίνοντας του τὸν καθιερωμένο Σταυρό, ζήτησε τὸν λόγο καὶ εἶπε χωρὶς κανένα δισταγμό καὶ πρὸς ἔκπληξη ὅλων: “δωρίζω αὐτὸν τὸν Σταυρὸ στὸν Χριστιανικὸ Σύνδεσμο γιὰ νὰ τὸν πουλήσει γιὰ τὶς ἀνάγκες του γιὰ τοὺς φτωχούς.” Ἂν δέν ἐπενέβαινε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν θὰ εἶχε οὔτε Σταυρό.
Τὰ τελευταῖα 5 χρόνια καθηλώθηκε ὁ ἀεικίνητος Παπάγιωρκης μας στὸ τροχοκάθισμα. Πάντα διερωτόμουνα πῶς θὰ ἀντέξει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τὰ γηρατειὰ καὶ τὴν ἀκινησία. Καὶ ὅμως πάλι μᾶς διέψευσε. Ὑπομονετικός, ἀποδέχθηκε αὐτὴ τὴ ἀσθένεια, μὲ χιοῦμορ, δὲν σταμάτησε τὰ ἀνέκδοτα μέχρι ποὺ πέρασε στὸ τελευταῖο στάδιο τῆς ἀσθένειας ποὺ σταμάτησε πλέον νὰ μιλᾶ. Ἔγινε ἀκόμα πιὸ μυστήριος, κρυφὸς ἀγωνιστής. Τὸν ρώτησα μιὰ μέρα ποὺ καθὸταν ἀμίλητος “Τί θέλεις, τὶ ἐπιθυμεῖς;” καὶ μοῦ ἀπάντησε σιγανὰ καὶ μὲ προσπάθεια: “νὰ εἶναι ὅλος ὁ κόσμος καλά”. Δὲν αἰσθανόσουν δίπλα του κακομοιριὰ καὶ γογγυσμὸ ἀλλὰ δύναμη. Μιὰ δύναμη πολὺ μεγάλη ποὺ σὲ δυνάμωνε καὶ σένα. Γι’ αὐτὸ κλαῖνε τώρα τὰ παιδιὰ του καὶ ὅσοι τὸν γνώρισαν, διότι αὐτοὶ στηρίζονταν ἀπὸ αὐτὸν, ἦταν δυνατὸς διότι τὴν δύναμη τὴν ἔπαιρνε ἄνωθεν. Στὴν περίπτωση ποὺ ἄνοιξε μιὰ πληγὴ στὸ σῶμα του, τὸν εἴδαμε νὰ σφίγγει δυνατὰ τὸ στόμα του ἀπὸ πόνο καὶ καταλάβαμε ὅτι κάτι δέν πάει καλά, καὶ ὅλοι ξέρουμε πόσος ἀφόρητος εἶναι ὁ πόνος ὅταν ἀνοίξει πληγὴ τὸ σῶμα.
Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν ἦταν τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ μεγάλη εὐλογία, καὶ γιατί; Διότι ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ὠφεληθεῖ ὁ κόσμος βλέποντας τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή του καὶ ἰδιαιτέρως νὰ πάρουν μεγάλη εὐλογία τὰ παιδιὰ του μὲ τὸ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν. Νὰ ὑπηρετήσουν αὐτὸν ποὺ ὑπηρέτησε ὅλο τὸ κόσμο. Τὰ παιδιὰ του δὲν τὸν βαρέθηκαν, τὸν ἤθελαν καὶ ἄλλο, παρόλο ὅτι τὸν ἔτρεχαν καὶ τὸν ἐξυπηρετοῦσαν ἀπὸ τὸν ἐλάχιστο προσωπικὸ τους χρόνο μετὰ τὶς δουλειές του. Αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἄραγε ἢ μᾶς κρύβει κάτι ἄλλο ποὺ δὲν φτάνει ἡ φτωχὴ λογική μας νὰ τὸ ἐξετάσει;
Τώρα ἔφυγε σωματικὰ ἀπὸ κοντά μας. Μᾶς ἔδειχνε τὸ τάφο τοῦ πατέρα του παπάγιαννη καὶ ἔλεγε “ἐδῶ θὰ μὲ θάψετε ἀλλὰ ἀλοίμονό σας ἂν κλάψετε, στὴ κηδεία μου θὰ κάμετε σοῦβλες νὰ φάει ὁ κόσμος”.
Θὰ κλείσω αὐτὴ τὴ συνοπτικὴ περιγραφὴ τοῦ Παπάγιωρκη μὲ ἕνα λόγο κάποιου νεαροῦ παιδιοῦ. “Τώρα δὲν φοβοῦμαι τὸ θάνατο ὅπως πρὶν διότι ξέρω ὅτι τζεί πάνω ἐν ὁ Παπάγιωρκης.”
π. Μάριος Δημητρίου
21/10/2010