Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου τέλεσε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη Λευκωσίας, την Παρασκευή, 28η Οκτωβρίου 2011, επέτειο του ιστορικού ΟΧΙ, Πανηγυρική Δοξολογία.
Εις αυτή χοροστάτησε η Α.Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. κ. Χρυσόστομος.
Τον Πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε η Ευρωβουλευτής κα Αντιγόνη Παπαδοπούλου.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
17 Οκτωβρίου 2011
**************************************************************************
ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
(ΔΗΚΟ και S&D)
στην Πανυγηρική Δοξολογία της 28ης Οκτωβρίου, 1940
Ιερός Ναός Αγίου Ιωάννη, Λευκωσία
Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου, 2011
\"Μακαριότατε,
Κύριε Πρόεδρε της Βουλής,
κ. Πρέσβη της Ελλάδας,
κύριοι Αρχηγοί και εκπρόσωποι κομμάτων, κύριοι Υπουργοί, Συνάδελφοι Βουλευτές και Ευρωβουλευτές,
Έλληνες και Ελληνίδες•
Τιμούμε σήμερα την ανδρεία, την περηφάνια και τη φιλοπατρία του ελληνικού έθνους.
Τιμούμε όσους ηρωικά αντιστάθηκαν στο ολοκληρωτισμό και πέτυχαν την πρώτη σημαντική νίκη, όταν η Ευρώπη αιματοβαμμένη, ζούσε την τραγωδία ενός μεγάλου πολέμου και στέναζε κάτω από τη μπότα της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας.
Τιμούμε το περήφανο « ΟΧΙ», που αντέταξε ο Ελληνικός λαός, ορθώνοντας το ανάστημα, και γράφοντας το έπος, του 40.
Αφετηρία του ελληνο-ιταλικού πολέμου, αποτελεί η άνοιξη του 1939. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ήδη κατακτήσει την Αλβανία και άλλες βρετανικές κτήσεις στην Αφρική, θέλησε το καλοκαίρι του 1940, να ισχυροποιήσει τα Ιταλικά συμφέροντα στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. Ζήλεψε τις επιτυχίες της ναζιστικής Γερμανίας και ήθελε να αποδείξει στον Άξονα, πως θα μπορούσε κι ο ίδιος, με ένα υγιεινό «περίπατο» να κατακτήσει την μικρή, κι αδύναμη, όπως νόμιζε, Ελλάδα.
Στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της Παναγίας, με τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού «ΕΛΛΗ» από ιταλικό υποβρύχιο, ξεκίνησε η ιταλική πρόκληση. Η Ελλάδα διατήρησε τη ψυχραιμία της, προετοιμαζόμενη για το ενδεχόμενο να υπάρξει συνέχεια.
Και όντως, λίγες βδομάδες αργότερα, τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουήλ Γκράτσι, επισκέφθηκε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, και του επέδωσε τελεσιγραφική αξίωση της Ιταλικής κυβέρνησης, όπως επιτραπεί ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Απαιτούσε δηλαδή παράδοση της Ελλάδας, για να μπορεί ο ιταλικός στρατός να ανεφοδιάζεται απρόσκοπτα στη διείσδυση του προς την Αφρική. Ο τότε Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, χωρίς δεύτερη σκέψη, αρνήθηκε. Πρόταξε το περήφανο «ΟΧΙ», όπως άρμοζε στο έθνος των Ελλήνων.
Μισή ώρα πριν από τη λήξη του τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου 1940, στις 5:30 το πρωί, οι πάνοπλες ιταλικές στρατιές, εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ασκώντας ισχυρή πίεση κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο και στην Πίνδο. Η Ελλάδα σύσσωμη αντιστάθηκε. Ο ελληνικός λαός, ξεχύθηκε στους δρόμους. Αψηφώντας τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, διατράνωνε το δικό του ΟΧΙ, ενάντια στο φασισμό. Στρατεύσιμοι και εθελοντές, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της πατρίδας. Με ψηλό ηθικό, ενθουσιασμό και χαμόγελο στα χείλη, έτρεχαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και να καταταγούν στον ελληνικό στρατό.
Το πάθος για την Λευτεριά, φλόγιζε τις ψυχές των Ελλήνων. Η ιαχή «αέρα-αέρα» εμψύχωνε τους Έλληνες γενναίους, που έγραφαν στα πεδία των μαχών, σελίδες απαράμιλλης δόξας, παρά την υπεροπλία του εχθρού, τις άσχημες καιρικές συνθήκες, τα κρυοπαγήματα και τις κακουχίες. Αξιοσημείωτη ήταν η συμβολή του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, που ανέλαβε την άμυνα, καμουφλάροντας χαντάκια, υπονομεύοντας γεφύρια, στρώνοντας ναρκοπέδια, φράσσοντας σπηλιές. Οι γυναίκες της Πίνδου, έγραψαν τη δική τους ιστορία, κουβαλώντας πολεμοφόδια και φορτία στους ώμους ,για ανεφοδιασμό των μαχόμενων τμημάτων και πλέκοντας κάλτσες και φανέλες για τους στρατιώτες.
Μια χούφτα Έλληνες, κατάφεραν να αποτρέψουν το Ιταλικό Πυροβολικό να προσβάλει θέσεις των ελληνικών Πυροβολαρχιών. Ανέκοψαν την ιταλική διείσδυση στην Πίνδο. Ματαίωσαν την απειλή υπερκέρασης και αποκοπής των δυνάμεων Ηπείρου και ανάτρεψαν επιτυχώς, το Ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων, στέλλοντας στα πέρατα της γης το μήνυμα πώς «όταν ο ελληνισμός μονόβουλος αντιστέκεται, μπορεί να λειτουργήσει το θαύμα».
Οι νίκες των Ελλήνων κατά των Ιταλών, γελοιοποίησαν τον Μουσολίνι και εξανάγκασαν τον Χίτλερ και τους Γερμανούς να επέμβουν, οι ίδιοι, στις 6 Απριλίου 1941, για να κατακτήσουν την Ελλάδα, προτού επιτεθούν κατά της Ρωσίας. Ο ελληνικός στρατός αγωνίστηκε ηρωικά για να κρατήσει την οχυρωμένη γραμμή των συνόρων, κάτι που αναγνωρίστηκε από τους συμμάχους αλλά και τον ίδιο το Χίτλερ, που επαίνεσε την ανδρεία του αντιπάλου, στις 4 Μαΐου, 1941 ενώπιον του Ράϊχσταγ, δηλώνοντας πως : «Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να διαπιστώσω πως, απ΄ όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο ‘Ελληνας στρατιώτης ιδίως, πολέμησε με ύψιστο ηρωϊσμό και αυτοθυσία».
Τα γερμανικά στρατεύματα , με τη στρατιωτική τους υπεροχή κατάφεραν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα. Στις 27Απριλίου, έφτασαν μέχρι και την Αθήνα, όπου βεβήλωσαν την Ακρόπολη, υψώνοντας τη ναζιστική σημαία. Σε λίγες μέρες, κατέλαβαν και τη νότια Πελοπόννησο. Ο πόλεμος συνεχίστηκε στην Κρήτη, όπου δόθηκε η τελευταία μάχη. Οι λεοντόκαρδοι Κρήτες άοπλοι και ακέφαλοι, έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα, με υποδειγματική γενναιότητα, καταφέρνοντας ισχυρά πλήγματα και καθυστερώντας τις πολεμικές επιχειρήσεις του Γερμανικού αρχηγείου.
Ο ελληνοϊταλικόγερμανικός πόλεμος, τυπικά τερματίστηκε με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που σήμανε ωστόσο για την Ελλάδα, μια μαύρη περίοδο, μιας τριπλής ολοκληρωτικής κατοχής. Οι Γερμανοί κατακτητές παραχώρησαν τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης στους Βουλγάρους, ενώ μοιράστηκαν με τους Ιταλούς, την υπόλοιπη χώρα . Η Ελλάδα έζησε τη φρίκη της πείνας και της εξαθλίωσης.
Ο πόλεμος του \'40 δεν κράτησε τελικά μόνο 6 μήνες, αλλά 4 ολόκληρα χρόνια (1941-1944), αφού ο αγώνας και η εθνική αντίσταση, συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Δημιουργήθηκαν αντιστασιακές οργανώσεις στις πόλεις, για να αντιμετωπίσουν, αρχικά, την τρομερή πείνα του χειμώνα του 1941-42 στην Αθήνα και τον Πειραιά και στη συνέχεια, για να οργανώσουν την αντίσταση και τον ανταρτοπόλεμο, εναντίον των κατακτητών, στα ελληνικά βουνά.
Οι Γερμανοί αντέδρασαν βάναυσα. Φυλάκιζαν. Βασάνιζαν. Κατάστρεφαν πόλεις και έκαιγαν χωριά. Εκατόμβες οι Έλληνες που θυσιάστηκαν. Μακάβριος ο απολογισμός από ολοκαυτώματα, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο και άλλες πόλεις και χωριά.
Ωστόσο, η θυσία των Ελλήνων, δεν πήγε χαμένη. Η Εθνική αντίσταση, ανάγκασε τους κατακτητές να διατηρήσουν πολύ στρατό στην Ελλάδα και τους αποδυνάμωσε σε άλλα μέτωπα. Αυτό συνέβαλε ουσιαστικά στη συμμαχική νίκη εναντίον των δυνάμεων του Άξονα και οδήγησε τελικά και στην απελευθέρωση της Ελλάδας, στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Στο μεγαλειώδη αγώνα των Ελλήνων του 1940, έδωσαν δυναμικά το παρόν τους και οι ‘Ελληνες της Κύπρου. Κύπριοι εθελοντές, που αριθμούσαν περίπου 5000 – 6000 άνδρες, έφθασαν στην Ελλάδα, από τις αρχές του 1941. Μαζί με 40 περίπου κύπριους φοιτητές, που σπούδαζαν τότε στην Ελλάδα και που πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων , μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, τον Απρίλιο 1941.
Συμπατριώτες και Συμπατριώτισσες, Έλληνες και Ελληνίδες,
Τιμούμε σήμερα την 71η επέτειο του έπους του \'40, ενός έπους, σύμβολο εθνικής μνήμης και δείκτη αναφοράς στην πολυκύμαντη πορεία του ελληνικού έθνους.
Τιμούμε το περήφανο ΟΧΙ των Ελλήνων, που δεν αφήνει ασυγκίνητο κανένα ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, όπου γης. Αυτό το ΟΧΙ, συνεπαίρνει, πρέπει να συνεπαίρνει όλη μας τη ζωή, γιατί ανέδειξε και αναδεικνύει το ήθος και την αρετή ενός περήφανου λαού, να αντισταθεί στον ολοκληρωτισμό, προασπιζόμενο την εθνική του αξιοπρέπεια αλλά και σε καιρούς σκλαβιάς, να αντέχει τις εθνικές κακοπάθειες, επιδεικνύοντας απαράμιλλη αντοχή.
Προβαίνοντας σήμερα, σε ένα πνευματικό προσκύνημα στο έπος του 40, επιχειρούμε ένα αναβάπτισμα στο πνεύμα του ηρωϊσμού και της θυσίας των αγωνιστών του 40, όχι για να επαναπαυτούμε στις δάφνες του παρελθόντος, αλλά για να μετουσιώσουμε τις δικές τους αξίες, σε σύγχρονες δράσεις και αντιστάσεις ενάντια σε όσα μας ενοχλούν, ή μας μειώνουν ως Έθνος, ως λαό, ως ανθρώπους και ως πολίτες.
Η σημερινή Ελλάδα ταλανίζεται και η Κύπρος συμπάσχει, ακολουθώντας μαζί, αλλά και μεμονωμένα η καθεμιά, το δικό της κακοτράχαλο δρόμο, υπό το βάρος των αλυσιδωτών επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της κρίσης πολιτικής και της κρίσης αξιών. Στην ευρύτερη γεωστρατηγική μας περιοχή, η Τουρκία, μετά την βάρβαρη εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας, επιζητά τώρα ρόλο ηγεμόνα και απροκάλυπτα εκτοξεύει συνεχείς απειλές αναδεικνύοντας τις θρασύτατες νεοοθωμανικές επεκτατικές της βλέψεις σε Αιγαίο, Κύπρο, Θράκη και Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κάτω από την απαθή και επιτήδεια ουδέτερη στάση της ΕΕ και του ΟΗΕ, που με φανερή απροθυμία επιδεικνύουν αντίστοιχα, την όποια κοινοτική ή διεθνή τους αλληλεγγύη, υποκύπτοντας ουσιαστικά στο οργίλο και επιθετικό ύφος της Τουρκίας.
Στο κυπριακό διανύουμε μια εξίσου ιδιαίτερα κρίσιμη και ρευστή περίοδο, με συνεχιζόμενη την τουρκική αδιαλλαξία παρά τα γενναιόδωρα δώρα της πλευράς μας, με τα οποία η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, κάθετα διαφωνεί.
Βλέπουμε επιπρόσθετα δυστυχώς, στο σημερινό μακρόκοσμο και στο μικρόκοσμο μας, την αγωνιστικότητα να ευνουχίζεται. Τον κοινωνικό ιστό να διαβρώνεται. Την αλαζονεία της όποιας εξουσίας, να τυφλώνει. Την ευμάρεια, το νεοπλουτισμό, τις προσωπικές ατζέντες, τη χαλάρωση ηθών και αξιών να αποπροσανατολίζουν. Μια ύπουλη διάβρωση ναρκοθετεί αντιστάσεις, παίρνοντας τόσο οικονομικές, όσο και εθνικές διαστάσεις.
Αναλογιζόμαστε εκείνο το ΟΧΙ το σωστό και το περήφανο όπως και ένα άλλο ΟΧΙ του 2004, που επίσης οφείλει να μας καταβάλλει σε όλη μας τη ζωή για να υπενθυμίζει το χρέος, να αντέξουμε και να μην λιποψυχήσουμε, σε όλα όσα μας πληγώνουν. Κι έχουμε χρέος να αντλήσουμε τον οποιονδήποτε προβληματισμό, παραλληλισμό και ερεθίσματα, τα οποία κρίνονται χρήσιμα και για τη δική μας σημερινή εποχή της κρίσης και της απαξίωσης.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται ενώπιον όλων μας, είναι αν όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά, μπορούμε να μεταφέρουμε εκείνο το μεγάλο και ηρωϊκό ΟΧΙ στην καθημερινότητα μας. Αν μπορούμε να το μετουσιώσουμε σε πραγματικό βίωμα και τρόπο ζωής. Αν μπορούμε να προτάσσουμε κάθε φορά, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά μας και να λέμε αποφασιστικά και σταράτα, ΟΧΙ στους πειρασμούς, ΟΧΙ στην υπεροψία της κάθε λογής εξουσίας ντόπιων ή ξένων, ΟΧΙ στις δήθεν «ευκαιρίες, νουθεσίες ή εξανδραποδισμούς» που δεν λείπουν ποτέ από τη ζωή μας. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν έχουμε τη δύναμη να αντισταθούμε, σε αιφνιδιασμούς και τρικλοποδιές, να αποποιηθούμε ανίερες συναλλαγές και μικροϋπολογισμούς, να απαγκιστρωθούμε από κόλακες και κακούς συμβούλους, ώστε το σωστό ΟΧΙ να καταξιώνεται μέσα στον καθημερινό πολιτικό μας βίο και να γίνεται φραγμός σε κάθε μικρό, η μεγάλο δυνάστη που μας ταλανίζει και που επιχειρεί να αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς, σε όλα τα θέματα και σε όλα τα επίπεδα.
71 χρόνια μετά το φωτεινό εκείνο πρωϊνό του 1940, ο λαός μας εξακολουθεί να παλεύει , να ελπίζει και να αντιστέκεται. Απαιτεί από τις πολιτικές και κομματικές ηγεσίες σε Ελλάδα και Κύπρο, να πάρουν τα ανήσυχα μηνύματα των καιρών και να πάψουν να επιχειρούν σήμερα να τον εμπαίξουν, χλωροφορμιάζοντας τη σκέψη και τη θέληση του.
Ως περήφανοι Έλληνες της Κύπρου, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί ζούμε σε ιδιαίτερα δύσκολες εποχές και οφείλουμε να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες, ορθώνοντας το ανάστημα.
Η κοινωνία με καταρρακωμένο το ηθικό, ζητά έργα και ανάληψη ευθυνών. Ζητά πολιτικό θάρρος, ευθιξία και υπευθυνότητα, για να μην φανούμε μικροί απέναντι στην ένδοξη ιστορία του Ελληνισμού. Οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε τα μηνύματα της.
Στο Κυπριακό και όχι μόνο, έφθασε θαρρώ η ώρα να λάβουμε ιστορικές αποφάσεις. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για άλλες υποχωρήσεις. Η πολιτική του καλού παιδιού μας οδηγεί σε νέες περιπέτειες. Μπροστά σε νέα εθνικά διλήμματα, ας μην αναγκάσουμε το λαό να μας δώσει ξανά τη λύση, όπως έκανε το 2004.
Πραγματικά μας προβληματίζει το γεγονός ότι οδεύουμε σε μια νέα τριμερή συνάντηση στη Νέα Υόρκη, χωρίς αισιοδοξία και χωρίς προσδοκίες. Μας ανησυχεί το ενδεχόμενο να βρεθούμε προ οδυνηρών εκπλήξεων και τουρκικών ελιγμών, αν η Τουρκική πλευρά, ενώπιον του ΓΓ του ΟΗΕ, αποδεχθεί τις γενναιόδωρες προσφορές μας, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, ώστε να εξαναγκαστούμε να προχωρήσουμε σε βεβιασμένο κλείσιμο του Κυπριακού. Μας προβληματίζει το γεγονός ότι η πλευρά μας προσέρχεται σ\' αυτή τη συνάντηση, χωρίς να πετύχει, εκ των προτέρων, την απαιτούμενη σύγκλιση και συναντίληψη στο εσωτερικό μέτωπο.
Όλοι μαζί, Πολιτική, θρησκευτική και κομματική ηγεσία οφείλουμε επιτέλους να αντιληφθούμε πως σ΄αυτούς τους χαλεπούς καιρούς, χρειαζόμαστε πρωτίστως να ξαναβρούμε το χαμένο εαυτό μας. Να επανακαθορίσουμε ένα ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΟΡΑΜΑ ΠΟΡΕΙΑΣ, τι θέλουμε και πού πάμε, ΚΟΙΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, ΕΝΟΤΗΤΑ στόχων και σκοπών, ΣΥΝΑΝΤΙΛΗΨΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ, ΔΙΚΤΥΩΣΗ, ΔΙΑΦΩΤΙΣΗ και ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Ούτε ευσεβοποθισμοί, ούτε νωχελικότητες, ούτε υποτονικότητες, ούτε σπασμωδικές και ερασιτεχνικές κινήσεις.
Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να καταφέρουμε να εγερθούμε και να «διασκορπίσουμε τα σκοτάδια». Και θα το καταφέρουμε αν αναβαπτιστούμε ξανά στο πνεύμα του αλτρουισμού και της αυτοθυσίας. Και αν επιτέλους συνειδητοποιήσουμε, λαός και ηγεσίες, πως πρέπει να γίνουμε σκυταλοδρόμοι στον ωραίο αγώνα για ΛΕΥΤΕΡΙΑ και ΔΙΚΑΙΩΣΗ της πατρίδας, χωρίς μικροπολιτικούς υπολογισμούς και χωρίς ταλαντεύσεις.
Το σημερινό νοερό προσκύνημα στο έπος του 40, ας αποτελέσει τη θεία μετάληψη από το δισκοπότηρο της θυσίας των ηρώων μας. Για να ισχυροποιήσει την πίστη και την ελπίδα μας , να ξαναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες μας και να ξαναβρούμε το σθένος και την αγωνιστικότητα να παλεύουμε μαζί για τα ωραία και τα μεγάλα. Για να παλέψουμε για το κοινό καλό και τη σωτηρία του Έθνους, της Ελλάδας και της Κύπρου. Για να μπορέσουμε να ελπίζουμε ξανά στο ξεσκλάβωμα και στην ευλογημένη ώρα της Λευτεριάς μας. Ας ξυπνήσουμε όλοι μας επιτέλους, τον ωραίο έλληνα, που κρύβουμε μέσα μας . Ζήτω η αθάνατη ελληνική ψυχή ! Ζήτω το έπος του 40!\"
--------------------------------------------------------------------------------------------
Την 28η Οκτωβρίου του 1940 ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε ΟΧΙ στον Μουσολίνι, ο οποίος με τηλεσίγραφο απαιτούσε ελεύθερη είσοδο του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα. Η στάση αυτή είχε ως συνέπεια να αναγκαστεί ο Ελληνικός λαός να υπεραμυνθεί των εδαφών του. Με την βοήθεια της Υπερμάχου Στρατηγού ο Ελληνικός στρατός κατάφερε να αντιμετωπίσει, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, την ιταλική επέλαση και μάλιστα πέρασε στην αντεπίθεση. Μέχρι το τέλος του 1940 οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί αρκετά μακριά από τα σύνορα της Ελλάδας.
Παναγιώτης Θεοδώρου