Το χωριό και ο ναός
Ο ναός της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι της Λάρνακας, είναι ένα σημαντικό μνημείο, γνωστό όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό λόγω κυρίως του σημαντικού προεικονομαχικού ψηφιδωτού που κοσμεί το τεταρτοσφαίριο της αψίδας.
Το χωριό Κίτι βρίσκεται στη νότια πλευρά της Κύπρου, 12 χμ περίπου νοτιοδυτικά της πόλης της Λάρνακας και του αρχαίου Κιτίου. Η πρώτη γραπτή αναφορά για το παλαιοχριστιανικό ψηφιδωτό έγινε από τον αξιόπιστο και παρατηρητικό Ρώσο μοναχό και περιηγητή Βασίλειο Μπάρσκυ, ο οποίος επισκέφθηκε το χωριό το 1736. Ο Μπάρσκυ αναφέρει επίσης ότι το χωριό ήταν κάποτε έδρα επισκόπου. Αυτή η αναφορά είναι πολύ πιθανόν να συνδέεται με τον απόηχο ιστορικών γεγονότων, τα οποία έχουν σχέση με τη μεταφορά της επισκοπής Κιτίου για κάποια χρονική περίοδο, από το αρχαίο Κίτιο στο εύφορο χωριό, διατηρώντας έτσι το όνομα του αρχαίου βασιλείου, στην ονομασία του. Η εκδοχή αυτή περί μετακίνησης των κατοίκων ενισχύεται και από την τοπική λαϊκή παράδοση, όπως θα δούμε πιο κάτω.
Ο σημερινός ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης είναι ρυθμού εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο, κτίσμα του 11ου αι., που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια τρίκλιτης ξυλόστεγης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου αι. Από τη βασιλική αυτή σώθηκαν και ενσωματώθηκαν στο σημερινό ναό, το σύνθρονο (χώρος όπου κάθονταν ο επίσκοπος και οι κληρικοί) πίσω από την Αγία Τράπεζα, η αψίδα όπου και το ψηφιδωτό με την Θεοτόκο, τμήματα από τις κόγχες των παραβημάτων καθώς και κάποια αρχιτεκτονικά μέλη. Η κόγχη του ιερού ήταν αρχικά αδιακόσμητη, ενώ μετά από κάποια επισκευή τον 6ο αι. πρέπει να κατασκευάστηκε το ψηφιδωτό με την Θεοτόκο Βρεφοκρατούσα και τους σεβίζοντες αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Με την πάροδο του χρόνου ο ναός υπέστη αλλαγές και προσθήκες. Τον 12ο -13ο αι. στα βόρεια του ναού κτίστηκε το μικρό, πιθανότατα ταφικό παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, ενώ γύρω στο 1300 κτίστηκε στη νότια πλευρά το λατινικό παρεκκλήσι και αυτό κοιμητηριακού χαρακτήρα. Τον 19ο αι. ο δυτικός τοίχος καθαιρέθηκε και έγινε επέκταση προς την πλευρά αυτή του ναού. Κατά την δεκαετία 1950-1960, έγιναν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης του ναού και των προσκτισμάτων του. Το 1955 το Τμήμα Αρχαιοτήτων κατεδάφισε το ψηλό κωδωνοστάσιο, που κτίστηκε στις αρχές του 20ου αι. και το οποίο βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του λατινικού παρεκκλησίου, για να κτιστεί άλλο μικρότερο και ελαφρύτερο στη νότια είσοδό του, γοτθικού τύπου. Πρόσφατα (2008-2010) έγιναν επιπρόσθετες εργασίες συντήρησης κυρίως στο εσωτερικό του ναού.
Λαϊκές παραδόσεις για το ναό
Η λαϊκή και προφορική παράδοση, χωρίς να αποτελεί βέβαια αποδεικτικό στοιχείο, κάποιες φορές διασώζει σημαντικές πληροφορίες, από τις οποίες μπορούμε να ανιχνεύσουμε διάφορα ιστορικά ή άλλα γεγονότα. Σύμφωνα λοιπόν με τη λαϊκή παράδοση της περιοχής, οι κάτοικοι του αρχαίου Κιτίου, ένεκα επιδρομών, αποφάσισαν να μετακινηθούν προς το Κίτι για περισσότερη ασφάλεια. Όταν έφτασαν εκεί αποφάσισαν να κτίσουν ναό προς τιμή της Θεοτόκου. Όταν άρχισαν να κτίζουν, διαπίστωναν ότι την επόμενη μέρα τα θεμέλια του ναού μετακινούνταν σε άλλο μέρος. Άρχισαν έτσι να οικοδομούν το ναό στη νέα τοποθεσία, παρατηρώντας ότι οι εργασίες προχωρούσαν πολύ γρήγορα, ενώ παράλληλα τη νύκτα, έβλεπαν στρατιές αγγέλων να κτίζουν το ναό. Έτσι ο ναός πήρε το προσωνύμιο Αγγελόκτιστος.
Η ψηφιδωτή παράσταση
Το ψηφιδωτό της Παναγίας της Αγγελόκτιστης στο Κίτι είναι ένα από τα πιο γνωστά εντοίχια έργα του παλαιοχριστιανικού κόσμου, που έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Πριν την τουρκική εισβολή του 1974 σώζονταν στην Κύπρο ακόμη δύο παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά σε αψίδες ναών, όπου εικονιζόταν η Θεοτόκος: της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη Αμμοχώστου με την Θεοτόκο ένθρονη βρεφοκρατούσα (πρώτο τρίτο 6ου αι.), και της Παναγίας της Κυράς σε στάση Δεομένης (πρώτο μισό 7ου αι.) στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Αμμοχώστου. Το πρώτο αποτοιχίστηκε βάρβαρα από τον αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen προκαλώντας του ανεπανόρθωτες ζημιές και σπαράγματά του σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λευκωσία και άλλα στις αποθήκες της αστυνομίας του Μονάχου στη Γερμανία. Το ψηφιδωτό της Παναγίας της Κυράς δυστυχώς καταστράφηκε μετά την εισβολή.
Στο Κίτι το ψηφιδωτό παρουσιάζει την Παναγία όρθια να κρατά το μικρό Χριστό στο αριστερό της χέρι, ενώ την παραστέκουν οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Είναι η αρχαιότερη σωζόμενη μνημειώδης απεικόνιση της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Ο Χριστός, ντυμένος με χρυσά ενδύματα, κρατά στο αριστερό του χέρι κλειστό ειλητάριο ενώ με το δεξί του ευλογεί. Η Παναγία στέκεται σε πολυτελές υποπόδιο, το οποίο διακόπτει τη διακοσμητική ταινία με τα γεωμετρικά σχήματα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι αυτή κινείται προς τα εμπρός. Αριστερά ως προς την Θεοτόκο εικονίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ, με πρόσωπο αυστηρό, να κινείται προς αυτήν με ανοικτό και ζωηρό διασκελισμό, υπομιμνήσκοντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο του στον Ευαγγελισμό. Στο αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο και στο δεξιό ένσταυρη σφαίρα, σύμβολο της κυριαρχίας του Χριστού στον κόσμο. Δεξιά ως προς την Παναγία, βρίσκεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ, στο μεγαλύτερό του μέρος δυστυχώς κατεστραμμένος, πιο στατικός και ήρεμος, με γαλανά μάτια και καστανόξανθα μαλλιά, που συνθέτουν ένα πρόσωπο εξαιρετικής ομορφιάς. Οι δύο κλασικής ωραιότητας άγγελοι, είναι ντυμένοι με λευκούς χιτώνες φιλοσόφων, ενώ φέρουν εντυπωσιακά φτερά παγωνιού, που συμβολίζουν την αθανασία και την αιωνιότητα.
Η Παναγία επιγράφεται στην Αγγελόκτιστη ως «Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ», τίτλος που προκαλεί πολλά ερωτηματικά γύρω από το θεολογικό του νόημα, αφού η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο το 431 μ.Χ., αντικρούοντας τις αιρετικές απόψεις του Νεστορίου, απέδωσε στην Παναγία τον δογματικό όρο Θεοτόκος. Η θεολογική ερμηνεία της επιγραφής έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών, αφού την εποχή αυτή ο τίτλος Αγία Μαρία απαντάται κυρίως στις μονοφυσιτικές επαρχίες της Ανατολής. Σημειωτέον ότι κατά τον 6ο αι. μαρτυρείται από τις πηγές, η παρουσία ισχυρών μονοφυσιτικών ομάδων και στην Κύπρο.
Στην άντυγα του τόξου υπάρχει φυτικός και ζωικός διάκοσμος με άκανθες, αγγείο-κρήνη, πάπιες, παπαγάλους και ελάφια, παραστάσεις που επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα και συμμετρικά στις δύο του πλευρές. Οι παπαγάλοι φέρουν στο λαιμό τους κορδέλα, ένα εικονογραφικό χαρακτηριστικό που προέρχεται από την Σασσανιδική-Περσική τέχνη. Τα ημίτομα ελάφια στην κορυφή του τόξου υποβαστάζουν με τα κέρατά τους ακτινοειδή σταυρό με σταγονόσχημες απολήξεις. Παρόμοιας διάθεσης μοτίβα συναντούμε σε ψηφιδωτές ή άλλες παραστάσεις από τη Συρία αλλά και στη Ραβέννα της Ιταλίας. Είναι άγνωστη σε μας η εθνικότητα των καλλιτεχνών που εκτέλεσαν το ψηφιδωτό˙ φαίνεται όμως ότι αυτοί ήταν εξοικειωμένοι με την καλλιτεχνική παράδοση των μεγάλων καλλιτεχνικών κέντρων της εποχής, αλλά και αποδέκτες σημαντικών ανατολικών επιδράσεων και στοιχείων, τα οποία ενσωματώνονται με αβίαστο τρόπο στο εξαίρετο αυτό έργο το οποίο χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι., δηλαδή στα χρόνια περίπου της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582 μ.Χ. - 602 μ.Χ.).
Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού.
Στο ναό σώζονται επίσης τοιχογραφίες, που χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αι. όπως μια ημικατεστραμμένη ένθρονη Θεοτόκος στη νότια όψη του βορειοδυτικού πεσσού και άλλη με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου πάνω από το τέμπλο. Στο χώρο του ιερού βήματος, σώζεται τμήμα τοιχογραφίας με την αγία Σολομονή που κρατά ειλητό. Η καλύτερα διασωζόμενη παράσταση είναι αυτή στο βορειοανατολικό πεσσό που παριστάνει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο να κρατεί ανοικτό ειλητό με την επιγραφή ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ ΗΓΓΙΚΕ ΓΑΡ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ.
Εικόνες του ναού
Στο ναό της Παναγίας στο Κίτι σώζονται ιερές εικόνες διαφόρων εποχών και τεχνοτροπιών, από το 13ο αι. μέχρι και τον 20ο αι. Στο μικρό εικονοφυλάκιο, που στεγάζεται στο λατινικό παρεκκλήσιο, φυλάσσονται 21 παλιές εικόνες.
Η Αγγελόκτιστη Κιτίου αποτελεί εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα σταθερό σημείο αναφοράς για τους ερευνητές, της Χριστιανικής Τέχνης και ειδικά της εξέλιξης της τέχνης του ψηφιδωτού και της εικονογραφίας στον παλαιοχριστιανικό κόσμο. Παράλληλα συγκαταλέγεται στα πιο αναγνωρίσιμα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς και γι’ αυτό αναμφισβήτητα θα πρέπει να αισθανόμαστε περηφάνια αλλά και έγνοια για τη συνεχή φροντίδα που θα πρέπει να τυγχάνει από όλους μας, εκκλησία και πολιτεία.
Ανδρέας Φούλιας
Θεολόγος-Βυζαντινολόγος