Με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και ιδιαίτερη λαμπρότητα τελέστηκε στην Βασιλεύουσα των Πόλεων το συλλείτουργο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου ο οποίος με την υπομονετική επιμονή του κατάφερε τελικά να ξεπεράσει τα εμπόδια και τις δυσκολίες, οι οποίες προέκυψαν εξαιτίας του νέφους που προκλήθηκε μετά την έκρηξη του ηφαιστείου στην Ισλανδία και να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄ μετά από μια οδοιπορία 16 περίπου ωρών έφθασε, γύρω στις 9 το πρωί, στο αεροδρόμιο που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Πόλης και μετέβει κατευθείαν στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο Βαλουκλή.
Ο Μακαριώτατος φτάνοντας στη Μονή κατευθύνθηκε στο υπόγειο παρεκκλήσιο όπου βρίσκεται το αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής και αμέσως μετά ανήλθε στο καθολικό, όπου τον ανέμενε ο Οικουμενικός Πατριάρχης για το συλλείτουργο της εορτής της Κυριακής των Μυροφόρων.
Με το συλλείτουργο των δύο προκαθημένων στην Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή ξεκίνησε ουσιαστικά και η επίσημη ειρηνική επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η πρώτη ανάλογη επίσκεψη προκαθημένου της Εκκλησίας της Κύπρου ύστερα από πολλούς αιώνες.
Οικουμενικός Πατριάρχης
Ο Παναγιώτατος προσφωνόντας τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου «εις την έδραν της πρωτευθύνου Μητρός Εκκλησίας», την Κωνσταντινούπολιν, «του σκήπτρου της οποίας ενθύμιον τιμαλφές ως βακτηρίαν κρατείτε», αναφέρθηκε εν εκτάσει στην αγιοτόκο νήσο του Αποστόλου Βαρνάβα και την πλειάδα των διακεκριμένων Αγίων και εκκλησιαστικών αναστημάτων, τα οποία ανέδειξε και τους ιδιαίτερους δεσμούς των δύο Εκκλησιών. «Τα εν τη Μεγαλονήσω τρία μεγαλώνυμα Πατριαρχικά Σταυροπήγια, του Κύκκου, του Μαχαιρά και του Αγίου Νεοφύτου, μαρτυρούν τον μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Κύπρου πνευματικόν σύνδεσμον», τόνισε.
«Όμως, οι δεσμοί της Κύπρου με την Βασιλεύουσαν είναι ακόμη βαθύτεροι» ανέφερε για να υπογραμμίσει στην συνέχεια ότι «πέραν του ομοδόξου της πίστεως υπάρχει και το όμαιμον, και το ομόφυλον, και το ομόγλωσσον, και το κοινόν της Παραδόσεως, των ιερών ηθών και των τιμίων παθών του ευσεβούς ημών Γένους. Παράλληλοι Κυρηναίοι, παραλλήλων σταυρών, αλλά και κοινωνοί της ιδίας ζωηφόρου αναστάσεως! Είμεθα από πάσης πλευράς «εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς και εκλήθημεν εν μια ελπίδι της κλήσεως ημών».
Αφορμόμενος στην συνέχεια ο Παναγιώτατος από το ψαλλόμενο απολυτίκιον: «ότε κατήλθες προς τον θάνατον η Ζωή η αθάνατος», τόνισε ότι «συνομολογούμεν την ακλόνητον ημών πίστιν εις τον επισκέπτην των «εν φυλακή ευμάτων» και εγείροντα τους νεκρούς Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και στερεούμεθα εις την βεβαιότητα ότι και τους ζοφερούς κευθμώνας της ανθρωπίνης Ιστορίας επισκέπτεται ο Ελευθερωτής Χριστός και εκ του σκότους των περιστάσεων αυτής εξάγει τους πιστούς, χαριζόμενος φως λυτρώσεως, δικαιοσύνης και ζωής ακαταλύτου».
«Τούτου ένεκεν, ουδέποτε παραιτούμεθα της ελπίδος, αλλ’ αγωνιζόμεθα, «εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς,... εν ακαταστασίαις, ..., εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού». Και ιδού η παρά του Αναστάντος επιβράβευσις της τοιαύτης ημών πίστεως και στάσεως ζωής: Υπάρχομεν», υπογράμμισε εμφαντικά.
Ο Παναγιώτατος Πατριάρχης στην ομιλία του έκανε ιδιαίτερη μνεία και στα σύγχρονα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν την οικουμένη λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αι ημέραι τας οποίας διέρχεται ο Χριστιανικός κόσμος και ολόκληρος η ανθρωπότης είναι εξόχως χαλεπαί. Η σοβούσα παγκόσμιος κρίσις δεν είναι μόνον οικονομική. Είναι πρωτίστως πνευματική και ηθική, είναι κρίσις αξιών, είναι «ύβρις» έναντι του Δημιουργού και της όλης Δημιουργίας. Τούτο μεγεθύνει την αδήριτον ανάγκην συστηματικής αδελφικής συνεργασίας πασών των επί μέρους αγιωτάτων Εκκλησιών «εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού», ώστε να δίδεται από κοινού πειστική η μαρτυρία του Ευαγγελίου, να βοηθήται ουσιαστικώς η εν συγχύσει υπάρχουσα ανθρωπότης, να αντιμετωπίζωνται ριζικώς αι ποικιλώνυμοι κρίσεις, να απομονούται ο πάσης φύσεως φανατισμός, να καλλιεργήται πνεύμα κατανοήσεως, ειρήνης, φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ των προσώπων και των λαών».
«Έχομεν ενώπιον ημών μακράν και σκληράν οδόν», υπογράμμισε «εις την οποίαν καλούμεθα να προχωρήσωμεν «εν σοφία», αλληλέγγυοι, «μια ψυχή συναθλούντες τη πίστει του Ευαγγελίου», «σύμψυχοι, το εν φρονούντες», κατά την παραγγελίαν του Αποστόλου Παύλου».
«Μνημονεύετε, παρακαλούμεν, ημών, της ενταύθα ομογενείας, και των απανταχού της γης τέκνων του καθ’ ημάς αγιωτάτου Οικουμενικού Θρόνου εις τας θεοπειθείς προσευχάς Σας», είπε τέλος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Από την πλευρά του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αφού εξέφρασε την χαρά και τα «έντονα συναισθήματα» που τον κατακλύζουν», για την εδώ παρουσία του και την πραγματοποίηση της ειρηνικής αυτής επισκέψεως «στα ιερά χώματα της Βασιλεύουσας πόλης της καρδιάς μας», όπως χαρακτηριστικά είπε, αναφέρθηκε στους ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν τις δύο Εκκλησίες και στην κοινή εθνική φύτρα, το υπερχιλιετές κοινόν ένδοξο παρελθόν, για τους κοινούς ασέληνοι αιώνες δουλείας που ακολούθησαν, τις περιπέτειες και τα παθήματα και τις «κοινές ιδιοτροπίες της Ιστορίας, οι οποίες δημιουργούν μέσα μας μιαν ιδιάζουσα κατάσταση».
«Ήρθαμε να προσκυνήσουμε και να κλάψουμε στην Αγία Σοφία, στη Μονή της Χώρας, στη Μονή του Στουδίου. Να ψηλαφίσουμε τα πάθη της φυλής μας, να υποκλιθούμε στους λίγους, που εναπέμειναν εδώ, σ’ αυτους που όρισαν στη ζωή τους να φυλάσσουν Θερμοπύλες», τόνισε ο Μακαριώτατος.
«Ήρθαμε να εκφράσουμε τη βεβαιότητα και την πίστη μας ότι, παρά τις περιπέτειες της Ιστορίας και τις δυσκολίες των καιρών, θα ανατείλουν καλύτερες μέρες και για τον σεβάσμιο αυτό θεσμό, αλλά και για όσους τον υπηρετούν», σημείωσε.
Σε άλλο σημείο της ομιλία του, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ανέφερε ότι «η Ανάσταση είναι η τρανότερη απόδειξη ότι «μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω». Και ότι οι δοκιμασίες των ανθρώπων είναι προσωρινές. Η σιωπή του Θεού είναι πρόσκαιρη. Όπως τελική έκβαση του θείου πάθους ήταν η νίκη και ο θρίαμβος, έτσι θα συμβεί και μ’ εμάς και με την ιεράν αυτήν καθέδρα και τον ενταύθα λαόν του Θεού, αλλά και με τον Κυπριακό λαό. Η εορτή των Μυροφόρων, από την άλλη, διαμηνύει ότι η ανθρώπινη λογική, που μελετά τους συσχετισμούς δυνάμεων και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των ισχυρών, δεν μπορεί να εξηγήσει τα μυστήρια του Θεού, αλλ’ ούτε και του κόσμου τούτου».
Στη συνέχεια ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου αναφέρθηκε στην αδιάλειπτη παρουσία του χριστιανισμού στην Μεγαλόνησο από το 45 μ.Χ. οπότε και κήρυξαν το Ευαγγελικό μήνυμα οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, συνεπικουρούμενοι από τον Απόστολο Μάρκο. Όπως είπε ο Μακαριώτατος, η Εκκλησία της Κύπρου, παρά το μικρό της μέγεθος, βρέθηκε πάντοτε παρούσα στα εκκλησιαστικά δρώμενα, συμμετείχε σε όλες τις Οικουμενικές Συνόδους, προσέφερε στην Εκκλησία πολλούς Αγίους.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος αναφέρθηκε και στις ημέρες των θλίψεων και των δοκιμασιών, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά ότι «η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έτεινε προς την Κυπριακή Εκκλησία, πάντοτε, χείραν βοηθείας. Αν σε άλλους λαούς μετέδωσε τον Χριστιανισμό και σε άλλους προσέφερε αλφάβητο, τέχνες και πολιτισμό, σε μας προσέφερε, πολλάκις, ανακούφιση και προστασία, για κάποιο διάστημα, μάλιστα, και φιλοξενία ολόκληρου του λαού μας στην περιοχή του Ελλησπόντου, στη Νέα Ιουστινιανούπολη. Ευχαριστούμε για όλα αυτά βαθύτατα».
Παράλληλα εξήρε την «προσφορά του Οικουμενικού αυτού Θρόνου που, ως λυχνία, μεταδίδει, από της εποχής του ευσεβούς βασιλέως και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου, «τοις εγγύς και τοις μακράν» το ανέσπερο φως της Ορθόδοξης πίστης μας, είναι ανυπολόγιστη».
«Δεν αγνοούμε, Παναγιώτατε, το έργο που και στον σημερινό κόσμο, με τα πολλά εξειδικευμένα προβλήματα, επιτελεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ούτε και μας διαφεύγει το πολυσήμαντο έργο που Εσεις προσωπικά επιτελείτε, εργαζόμενος μέρα και νύκτα, σε πλείστους όσους χώρους τομείς υπέρ της Εκκλησίας, αλλά κα του σύμπαντος κόσμου. Εκτιμούμε τη μεγάλη προσπάθειά Σας για την αναθέρμανση και πρόοδο των θεολογικών διαλόγων με τις άλλες Εκκλησίες, καθώς και την ενεργό ανάμιξή σας στις προσπάθειες καταλλαγής και συνεννόησης των ανθρώπων, που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες», πρόσθεσε.
Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος μετέφερε «την υιϊκή αγάπη και τον απέραντο σεβασμό της Ιεράς Συνόδου, του κλήρου και ολόκληρου του Κυπριακού λαού», προσκάλεσε τον Παναγιώτατο να επισκεφθεί την Κύπρο, «όποτε Εσείς κρίνετε τον χρόνο κατάλληλο, να τον επισκεφθείτε και να τον ευλογήσετε».
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μοίρασε σε όλο το εκκλησίασμα πασχαλινά αυγά απευθύνοντας προς όλους το Χριστός Ανέστη και στην συνέχεια ανήλθε μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο συνοδικό της Μονής όπου τους υποδέχθει ο Μητροπολίτης Σασίμων και ακολούθως παρατέθηκε επίσημο γεύμα στην τράπεζα της Μονής προς τιμήν του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και της τιμίας συνοδείας του.
Αμέσως μετά το επίσημο γεύμα στο Βαλουκλί ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου και η συνοδεία του επισκέφθηκαν τον επιβλητικό και περίλαμπρο Ναό της του Θεού Σοφίας, σύμβολο αιώνιο της Ορθοδοξίας και του Ρωμιοσύνης.
Λουκάς Α. Παναγιώτου
Κωνσταντινούπολη 18 Απριλίου 2010