Τα από δυσμάς νέφη που ξεκίνησαν από τη Ρώμη είχαν ήδη καλύψει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας μέχρι και την Κιλικία και ήταν θέμα χρόνου η καθυπόταξη των ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου και της Συρίας και φυσικά και της Κύπρου. Η βασική αιτία που κίνησε το ενδιαφέρον των Ρωμαίων για το μεγάλο νησί της ανατολικής Μεσογείου ήταν οι δυναστικές έριδες των Πτολεμαίων. Πιο συγκεκριμένα ο Πτολεμαίος Ζ΄ Φιλομήτωρ, αφού διώχτηκε από τον αδελφό του, γνωστό ως Πτολεμαίο Η΄, κατέφυγε στη Ρώμη το 164 π.Χ., όπου έτυχε της υποστήριξης της Συγκλήτου και επέστρεψε στην Κύπρο. Προς το τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα, η Κύπρος συγκαταλέγεται μεταξύ των φίλων και συμμάχων της Ρώμης. Λίγα χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι ισχυρίζονται ότι είχαν στα χέρια τους διαθήκη, με την οποία ο Πτολεμαίος που βασίλευε στην Κύπρο, τους κληροδοτούσε το νησί, γι’ αυτό και γρήγορα, για ασήμαντη αιτία, προχώρησαν με νόμο που θέσπισε ο δήμαρχος Κλαύδιος Πούλχερ το 58 π.Χ. και καθιστούσε την Κύπρο ρωμαϊκή επαρχία. Για την υλοποίηση του νόμου έστειλαν στην Κύπρο τον Κάτωνα με εκστρατευτικό σώμα, ο οποίος χωρίς δυσκολία επέβαλε τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ταυτόχρονα μετέφερε στη Ρώμη το θησαυροφυλάκιο του τελευταίου βασιλιά της Κύπρου, που ήταν γνωστός ως Πτολεμαίος Αυλητής και δημοπρατήθηκαν οι θησαυροί του, που απέδωσαν το φανταστικό ποσό των επτά χιλιάδων ταλάντων!
Κατ’ αυτό τον τρόπο ξεκίνησε η ρωμαιοκρατία στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια όμως των εμφυλίων πολέμων πριν από και μετά τον θάνατο του Καίσαρα, η Κύπρος δόθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο Καίσαρα στην Κλεοπάτρα και το ίδιο έγινε αργότερα και από τον Μάρκο Αντώνιο. Επανεντάχτηκε όμως οριστικά στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 30 π.Χ. μετά τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο και την αδιαμφισβήτητη επικράτησή του σε όλη την αυτοκρατορία.
Η ρωμαϊκή διοίκηση πήρε την τελική της μορφή το 22 π.Χ., όταν η Κύπρος μετατράπηκε σε συγκλητική επαρχία, ενέργεια που σήμαινε ότι δεν ήταν ανάγκη να σταθμεύουν στο νησί στρατιωτικές δυνάμεις. Έκτοτε η Κύπρος μπήκε σε περίοδο ειρηνικής ζωής, που κράτησε πολλούς αιώνες πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Μια τέτοια εξαίρεση ήταν η εξέγερση των Ιουδαίων το 116 μ.Χ.. Αυτή ξεκίνησε από την Κυρηναϊκή, επεκτάθηκε στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, κάλυψε όμως και την Κύπρο όπου ζούσαν πολλοί Ιουδαίοι. Επικεφαλής της εξέγερσης στην Κύπρο τέθηκε κάποιος Αρτεμίων, ο οποίος αιματοκύλισε το νησί λόγω της απουσίας στρατευμάτων. Ο ιστορικός Δίων Κάσσιος ( 2/3ος μ.Χ. αιώνας) αναφέρει υπερβολικούς αριθμούς νεκρών. Μάλιστα ανεβάζει τον αριθμό τους σε 240000! Όμως και πολύ λιγότεροι να ήσαν, φαίνεται πως επρόκειτο για μια σοβαρή εξέγερση, γι’ αυτό και η Ρώμη έστειλε εκστρατευτικό σώμα που στάθμευε στη Συρία και την κατέπνιξε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μια δεύτερη αναταραχή που πήγε να προκληθεί από την επιδρομή των Γότθων το 269 μ.Χ., τερματίστηκε εν τη γενέσει της λόγω ενός λοιμού που ξέσπασε.
Γενικά η ρωμαϊκή περίοδος, όντας περίοδος ειρήνης, επέτρεψε την ευημερία και την πρόοδο των Κυπρίων. Αψευδής μάρτυρας του πλούτου που συσσωρεύτηκε και του εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής των κατοίκων είναι το πλήθος των ορατών σήμερα αρχαιοτήτων, που το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο μέρος τους προέρχεται από αυτή την περίοδο. Σπουδαίες κατοικίες διακοσμημένες με υπέροχα ψηφιδωτά, μνημειακά δημόσια κτίρια όπως θέατρα, αμφιθέατρα, ασκληπιεία, διοικητικά κέντρα, τάφοι με τοιχογραφίες, αγορές, γυμνάσια και λουτρά κοσμούσαν όλες σχεδόν τις πόλεις της Κύπρου.
Η οικονομία της νήσου ήταν επίσης πολύ αναπτυγμένη. Ο ιστορικός Πλίνιος ο πρεσβύτερος (23 – 79 μ.Χ.) καθώς και ο γεωγράφος Στράβων (63 π.Χ – 24 μ.Χ.) μνημονεύουν την καλή ποιότητα του κρασιού της Κύπρου αλλά και του λαδιού, λιναριού, μαλλιού και των σιτηρών. Συνεχίστηκε ακόμη η παράδοση που ήθελε την Κύπρο να είναι ναυπηγικό κέντρο. Η άφθονη ξυλεία που διέθετε ήταν η εγγύηση για την αδιάκοπη κατασκευή και συντήρηση πλοίων.
Εκτός των ανωτέρω, η εξόρυξη και εκκαμίνευση χαλκού ήταν μόνιμη δραστηριότητα για τους Κυπρίους. Συνέχεια σ’ αυτή την παράδοση έδωσαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στους οποίους περιήλθε ως ιδιοκτησία η επί Πτολεμαίων βασιλική περιουσία, μέρος της οποίας ήταν και τα μεταλλεία χαλκού. Μάλιστα το 12 π.Χ. ο Αύγουστος, σύμφωνα με τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο, εκμίσθωσε στον Ηρώδη τον Μέγα της Ιουδαίας τη μισή παραγωγή των μεταλλείων, που βρίσκονταν πλησίον των Σόλων έναντι τιμήματος τριακοσίων ταλάντων. Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός πως τα προαναφερθέντα μεταλλεία επισκέφθηκε, το 166 μ.Χ., ο περίφημος γιατρός Γαληνός, με σκοπό να συλλέξει ορυκτά για ιατρικούς σκοπούς.
Η ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών ήταν απλά η απόρροια και το επιστέγασμα της ειρήνης και της οικονομικής άνθησης. Φιλοσοφία, μουσική και ιατρική έχουν να επιδείξουν σημαντικούς εκπροσώπους, όπως ο στωικός Βακχίων Τρύφωνος, Πάφιος, που υπήρξε πρώτος δάσκαλος του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, ο μουσικός Αίλιος Αιλιανός, ο γιατρός Ζήνων ο Κιτιεύς (συνώνυμος του μεγάλου φιλοσόφου) που έδρασε προς το τέλος της περιόδου στην Αλεξάνδρεια και έφερε τον τίτλο του αρχιάτρου της πόλης, ενώ ίδρυσε και ιατρική σχολή στην οποία φοίτησαν αρκετοί που δημιούργησαν όνομα στα κατοπινά χρόνια. Στην πόλη της Πάφου ανακαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια ο τάφος ενός γιατρού που περιείχε τριάντα μεταλλικά εργαλεία, καθώς και φάρμακα υπό μορφή σκόνης.
Στην ανάπτυξη της Κύπρου συνέτεινε τα μέγιστα η καλή διακυβέρνηση της νήσου. Αν εξαιρέσει κάποιος τα πρώτα χρόνια μετά την κατάληψή της, κατά τα οποία οι Ρωμαίοι απομύζησαν τους κατοίκους -είναι γνωστό το παράδειγμα της Σαλαμίνας στην οποία δόθηκε δάνειο με τόκο προς 48% αντί του νόμιμου 12%-, όταν σταθεροποιήθηκε ο τρόπος διοίκησης του νησιού μετά το 22 π.Χ., όλα πήραν την πορεία τους για καλύτερες μέρες. Σ’ αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι η χρονική διάρκεια των καθηκόντων των σημαντικότερων αρχόντων διαρκούσε μόνο ένα έτος κι έτσι αποτρεπόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η διαφθορά.
Διοικητικός, στρατιωτικός και δικαστικός άρχοντας ήταν ο ανθύπατος με έδρα την πόλη της Πάφου. Αυτός είχε υπό τις οδηγίες του τον quaestor provinciae, που ήταν υπεύθυνος για οικονομικά θέματα, και τον legatus pro praetore για τα στρατιωτικά. Οι τρεις αυτοί άρχοντες δεν μπορούσαν να υπηρετούν μαζί περισσότερο από έξι μήνες καθώς ο ανθύπατος αναλάμβανε τα καθήκοντά του από 1η Ιουλίου για ένα μόνο έτος, ενώ ο quaestor provinciae στις 10 Δεκεμβρίου και αυτός για ένα μόνο έτος.
Ο σημαντικότερος ανθύπατος που υπηρέτησε στην Κύπρο είναι ο γνωστότερος ρήτορας της Ρώμης Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (51/50 π.Χ.), ο οποίος προσπάθησε να προστατέψει τους Κυπρίους από τις αρπακτικές διαθέσεις των συμπατριωτών του.
Παρά το ό,τι η ρωμαιοκρατία κράτησε τέσσερις σχεδόν αιώνες, η γλώσσα των Κυπρίων συνέχισε να είναι η ελληνική και είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός πως όλες σχεδόν οι επιγραφές που διασώθηκαν είναι στην ελληνική. Η λατινική ήταν σχεδόν άγνωστη σ’ ολόκληρη την ανατολή και φυσικά και στην Κύπρο.
Οι πόλεις του νησιού συνέχισαν να διοικούνται από τοπικούς άρχοντες, όπως ακριβώς γινόταν επί Πτολεμαίων. Κάθε πόλη είχε τη Βουλή της (είδος τοπικού συμβουλίου), τους Άρχοντες του δήμου και τους Γυμνασίαρχους. Συνέχισε επίσης τη λειτουργία του το «Κοινόν Κυπρίων» περισσότερο ως θρησκευτική οργάνωση, που είχε όμως και το δικαίωμα κοπής χάλκινων νομισμάτων. Πρωτεύουσα και έδρα του ανθυπάτου συνέχισε να είναι η Πάφος μέχρι που ξεκίνησε η Βυζαντινή περίοδος, οπόταν τον ρόλο αυτό ανέλαβε η Σαλαμίνα, αφού πια ολόκληρη η Κύπρος υπαγόταν διοικητικά στην Αντιόχεια από την οποία στελνόταν και ο διοικητής της Κύπρου, γνωστός με τον τίτλο consularis. Τότε ακριβώς συνέβησαν μέσα σε δέκα χρόνια, το 332 και 342 μ.Χ., δύο μεγάλοι σεισμοί που κατέστρεψαν την Κύπρο. Η Σαλαμίνα ξανακτίστηκε, σε μικρότερη όμως κλίμακα, με σημαντική βοήθεια από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γι’ αυτό και μετονομάστηκε σε Κωνσταντία και έγινε η έδρα του ανώτατου διοικητικού άρχοντα αλλά και του θρησκευτικού προκαθημένου αυτής.
Δρ. Ανδρέας Δημητρίου