Η Κλασική περίοδος κλείνει ουσιαστικά με την ολοκλήρωση της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών, οπόταν ο ελληνικός πολιτισμός δεν περιορίζεται πια στα στενά όρια του ελληνικού χώρου αλλ’ απλώνεται μέχρι και την Ινδία, την κεντρική Ασία, τη Νουβία και την Κάτω Ιταλία.
Όταν ο Μακεδόνας στρατηλάτης έφτασε στην Ισσό και νίκησε τα περσικά στρατεύματα το 333 π.Χ., οι Κύπριοι βασιλείς έθεσαν τις δυνάμεις τους στη διάθεσή του. Σημαντική ήταν η συμβολή τους στην κατάληψη της Τύρου το επόμενο έτος, την οποία απέκλεισαν με 120 πλοία. Ο Μέγας Αλέξανδρος εκτιμώντας τη συμβολή τους, τούς παραχώρησε ως ανταμοιβή την αυτονομία τους και χρησιμοποίησε πολλούς Κύπριους στην εκστρατεία του, παρέχοντάς τους υψηλά αξιώματα. Αντικατέστησε όμως τα νομίσματα των διάφορων πόλεων με δικά του, εισάγοντας ταυτόχρονα τα ελληνικά μέτρα και σταθμά.
Η εποχή της ηρεμίας κράτησε μια δεκαετία. Αμέσως μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., η Κύπρος έγινε θέατρο των πολέμων των διαδόχων του και μήλον της έριδος για το ποιος θα την κατέχει. Αρχικά την κέρδισε ο Πτολεμαίος, ο οποίος κατέλυσε το θεσμό της βασιλείας το 311 π.Χ. Πέντε μόλις χρόνια αργότερα ο Αντίγονος έστειλε τον γιο του Δημήτριο με μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ο οποίος υπέταξε την Κύπρο. Όταν ο Αντίγονος σκοτώθηκε στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., την Κύπρο συνέχισε να κυβερνά ο Δημήτριος. Αυτός ήταν πάντα φύση ανήσυχη, γι’ αυτό και όταν το 295 προσέβαλε με τον στόλο του την Πελοπόννησο, ο Πτολεμαίος ανακατέλαβε την Κύπρο χωρίς αντίσταση και ο Δημήτριος δεν επανήλθε. Από το 294 π.Χ. και για δυόμισι αιώνες η Κύπρος διοικήθηκε από την Αλεξάνδρεια, η οποία απέστελλε τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες του νησιού.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Πτολεμαιοκρατίας η Κύπρος παρείχε στους Πτολεμαίους σημαντικότατες για την εποχή πρώτες ύλες, όπως η ξυλεία για την κατασκευή πλοίων και ο χαλκός, χωρίς να παραγνωρίζονται τα γεωργικά προϊόντα. Η μέχρι τότε πρωτεύουσα της Κύπρου Σαλαμίνα εγκαταλείφθηκε και τον ρόλο της ανέλαβε η Πάφος, επειδή η θέση της ήταν προσφορότερη σε σχέση με την Αλεξάνδρεια, ενώ ταυτόχρονα ήταν κοντά ο χαλκός του Μαρίου και η ξυλεία της δυτικής Κύπρου και του Τροόδους.
Ολόκληρη η Κύπρος τέθηκε υπό τη διοίκηση στρατηγού που ήταν ταυτόχρονα κυβερνήτης, συγκέντρωνε δηλαδή στο πρόσωπό του την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση του νησιού και ήταν υπόλογος κατευθείαν στον βασιλιά της Αιγύπτου. Από τις αρχές του β΄ π.Χ. αιώνα ο στρατηγός – διοικητής πήρε και τον τίτλο «Μέγας Αρχιερεύς». Κατ’ αυτό τον τρόπο καρπωνόταν και τις προσόδους από όλα τα ιερά της Κύπρου. Λίγο μετά τα μέσα του αιώνα ο στρατηγός πήρε και τον τίτλο του ναυάρχου, ώστε να μπορεί ευκολότερα να καταπολεμά την πειρατεία.
Στις σημαντικές πόλεις υπήρχαν στρατιωτικές φρουρές και σ’ αυτές υπηρετούσε μεγάλος αριθμός μισθοφόρων, οι οποίοι φαίνεται να ήταν οργανωμένοι, ανάλογα με την προέλευσή τους, σε μεγάλες μονάδες. Τέτοιες στρατιωτικές μονάδες ήταν το Κοινόν Κυπρίων, των Θρακών, των Κρητών, των Κιλίκων και άλλων. Σε κάθε πόλη υπήρχε «δήμος», «βουλή» και «γερουσία», όλα δηλωτικά πως σε τοπικό επίπεδο πρέπει να υπήρχε ελευθερία διακυβέρνησης. Σημαντικό στοιχείο στη ζωή της πόλης έπαιζε και το γυμνάσιο και η ύπαρξή του είναι γνωστή από επιγραφές στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου, όπου ονομαστικά αναφέρονται γυμνασίαρχοι, οι οποίοι είχαν την επιμέλεια της σωματικής και πνευματικής αγωγής των νέων.
Σημαντικοί αξιωματούχοι της Ελληνιστικής περιόδου ήταν ο «γραμματεύς» που ήταν αμέσως κάτω από τον στρατηγό, οι επικεφαλής των στρατιωτικών σωμάτων, οι «επιστάτες» των πόλεων, αλλά και ο «αρχιτέκτονας» ο οποίος ήταν ναυπηγός.
Παρά το γεγονός ότι τα Κυπριακά βασίλεια καταργήθηκαν, η κοπή σπουδαίων σε ποιότητα νομισμάτων συνεχίστηκε στα νομισματοκοπεία της Πάφου, του Κιτίου, της Σαλαμίνας και αργότερα της Αμαθούντας, όμως αυτή γινόταν πια εξ ονόματος των Πτολεμαίων.
Όσον αφορά τις θεότητες που λατρεύονταν, αυτές ανήκαν στο ελληνικό πάνθεο, όμως παρεισέφρυσαν και οι Αιγυπτιακές θεότητες του Σέραπη, της Ίσιδας και του Άμμωνα αλλά και άλλες μικρότερες, οι οποίες πήραν ιδιότητες ελληνικών θεών και εξισώθηκαν με αυτούς.
Η τέχνη της περιόδου είναι μεν ελληνική αλλά αυτή της Ελληνιστικής περιόδου, η οποία προσέλαβε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Από το κενοτάφιο το καλυμμένο με τύμβο, στα δυτικά της Σαλαμίνας, διασώθηκαν κεφαλές πήλινων αγαλμάτων, που φέρουν έντονη την επίδραση της τέχνης του Λύσιππου. Υπάρχουν επίσης πήλινα αγαλματίδια, που μιμούνται τις λεγόμενες Ταναγραίες. Η χρυσοχοΐα παράγει εξαιρετικά έργα, ενώ διασώζονται στην Πάφο και το Κούριο τα πρωιμότερα μωσαϊκά της Κύπρου στα οποία χρησιμοποιούνται μόνο λευκά και μαύρα βότσαλα. Οι τάφοι των αρχόντων σκαλίζονται σε βράχους, μοιάζουν με κατοικίες ζώντων, έχουν δηλαδή κεντρική αυλή με περιστύλιο και στοές και οι νεκρικοί θάλαμοι ανοίγονται πίσω από αυτές. Αρκετές φορές υπάρχουν αξιόλογες τοιχογραφίες, που διασώζονται μέχρι σήμερα και απηχούν την τέχνη της Αλεξάνδρειας. Σώζονται και σαρκοφάγοι με γλυπτές παραστάσεις. Μια από αυτές, η σπουδαιότερη, παρουσιάζει με πολλή ζωντάνια το θέμα της Αμαζονομαχίας. Προέρχεται από τους Σόλους και σήμερα βρίσκεται στη Βιέννη. Τα γράμματα και οι επιστήμες προχώρησαν επίσης πολύ. Ο ποιητής Κλέων ο Κουριεύς συνέγραψε το επικό ποίημα Αργοναυτικά, ενώ ο Εύπατρος ο Πάφιος διακρίθηκε στην ιλαροτραγωδία. Στην ιστορία διακρίθηκε ο Άριστος, από τον οποίο άντλησε ο ίδιος ο βασιλιάς Πτολεμαίος και στην Πλατωνική φιλοσοφία ο Εύδημος, που ήταν φίλος του Αριστοτέλη.
Αναμφίβολα η κορωνίδα όλων υπήρξε ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ιδρυτής της Στωϊκής φιλοσοφίας, η οποία συνέχισε την κυνική φιλοσοφία, την οποία εμπλούτισε με ένα μείγμα ελληνικής φιλοσοφικής θεώρησης και ανατολικής σκέψης. Επικεντρώθηκε όχι μόνο σε φυσικά και λογικά προβλήματα αλλά και στα ηθικά και τα πολιτικά. Το σημαντικό είναι ότι η φιλοσοφία του Ζήνωνα άσκησε επίδραση όχι μόνο στην ελληνιστική αρχαιότητα, αλλά και στον Χριστιανικό κόσμο, επομένως η επίδρασή του είναι αισθητή μέχρι την εποχή μας.
Δρ. Ανδρέας Δημητρίου