Η παρούσα φάση της εποχής του χαλκού δεν είναι παρά μία συνέχεια της προηγούμενης. Η πολεμική αναταραχή που προηγήθηκε φαίνεται να συνεχίζεται και κατά τα πρώτα χρόνια της παρούσας φάσης και θα πρέπει να σχετίζεται με τους Υκσώς, που τότε διήγαν τα τελευταία τους χρόνια στην Αίγυπτο, από την οποία διώχτηκαν τελικά στα μέσα του 16ου π.Χ. αιώνα.
Έπειτα από αυτό το σημαντικό γεγονός επικράτησε ειρήνη στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων στην Κύπρο. Το σπουδαιότερο από αυτά θα πρέπει να ήταν η Έγκωμη, πρόδρομος της σημερινής Αμμοχώστου, η οποία θεμελιώθηκε γύρω στο 1550 και διαδέχτηκε την Καλοψίδα, που απείχε αρκετά από την παραλία.
Περίπου την ίδια περίοδο κτίζεται πόλη κοντά στη Μόρφου, στην τοποθεσία Τούμπα του Σκούρου, ενώ αργότερα παρουσιάζονται πόλεις στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου, την Αλυκή της Λάρνακας και αλλού. Η ειρήνη που επικρατούσε επέτρεψε την αύξηση του πληθυσμού, την ανάπτυξη του εμπορίου και την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου.
Πλούσια ευρήματα, που χρονολογούνται στην υστεροχαλκή περίοδο, αποδεικνύουν τη ζωηρή εμπορική επικοινωνία με άλλες χώρες της περιοχής. Εμφανίζονται κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα θαυμάσιας τέχνης από το Αιγαίο, μαζί με πληθώρα πήλινων αγγείων που αποδεικνύουν τις στενές σχέσεις των δύο περιοχών. Φυσικά εξίσου ωραία έργα τέχνης από χρυσάφι, άλλα πολύτιμα μέταλλα, ελεφαντόδοντο, γυαλί, αυγά στρουθοκαμήλου κτλ., φτάνουν στην Κύπρο από χώρες της Ασίας ή από την Αίγυπτο. Χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν σε τάφο της Καλαβασού, τοποθεσία Άγιος Δημήτριος, ζύγιζαν συνολικά 432 γραμμάρια, ενώ υπήρχαν και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και πολλές δεκάδες Μυκηναϊκών αγγείων.
Όπως ήταν επόμενο, τα χρόνια της ειρήνης δεν κράτησαν για πάντα. Όμως κατά τη διάρκειά τους στην Κύπρο μαζεύτηκε μεγάλος πλούτος. Φαίνεται μάλιστα πως στις διαφορές των ισχυρών γειτόνων της, η Κύπρος προσπάθησε να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο, κρατώντας ουδέτερη στάση, ενέργεια που επέτρεπε μεγαλύτερη ανάπτυξη και ευημερία στους κατοίκους της. Στις επαφές τους με την Κρήτη, οι Κύπριοι γνώρισαν τη γραφή και επινόησαν, προς τα τέλη του 16ου αιώνα π.Χ., ένα δικό τους είδος γραφής, η οποία ονομάστηκε Κυπρο-Μινωική. Από τη γραφή αυτή σώζονται λίγα δείγματα, όμως μέχρι σήμερα δεν έχει διαβαστεί, παρά τις προσπάθειες εξειδικευμένων επιστημόνων.
Από τα μέσα της περιόδου, οι μεγάλες πόλεις της Κύπρου αρχίζουν να οχυρώνονται και από τον 13ο αιώνα π.Χ. όλες σχεδόν περικλείονται με τείχη, ένδειξη επικρεμμάμενων κινδύνων. Εντός των τειχών υπάρχουν ιερά, κατοικίες, εργαστήρια για την κατεργασία του χαλκού αλλά και τάφοι, καθώς φαίνεται να μην υπήρχαν ξεχωριστά κοιμητήρια. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως στην Έγκωμη παρουσιάζεται αξιόλογο αποχετευτικό σύστημα και εγκαταστάσεις υγιεινής (λουτρά, αποχωρητήρια, μπανιέρες κτλ.) που δείχνουν πολύ ψηλό πολιτιστικό επίπεδο.
Στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα η Κύπρος άρχισε να υποφέρει από πειρατικές επιδρομές, οι οποίες εντάθηκαν το τελευταίο τέταρτο του αιώνα και πήραν τη μορφή καταστροφικών εισβολών. Στην ουσία η σοβαρότατη αυτή απειλή οφειλόταν στις μετακινήσεις λαών, κάτι δηλαδή σαν τις εθνικές μετακινήσεις του 4ου, 5ου και 6ου μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη.
Τα Μυκηναϊκά κέντρα στην Ελλάδα καταστρέφονται και ακολουθεί η καταστροφή της αυτοκρατορίας των Χετταίων και της Άρζαβα στη Μικρά Ασία, της Αλάσιας, της Ουγκαρίτ και όλης της Συροπαλαιστινιακής ακτής. Μόνο η Αίγυπτος γλύτωσε από αυτή τη λαίλαπα, μιας και ο Φαραώ Ραμσής Γ΄ κατάφερε, με φοβερή δυσκολία, να αποκρούσει τους εισβολείς στο Δέλτα του Νείλου, μάλλον το 1176 π.Χ..
Προτού ακόμη καταλαγιάσουν οι καταστροφικές αυτές μετακινήσεις, αρχίζει να παρατηρείται η άφιξη των πρώτων Μυκηναίων Ελλήνων στην Κύπρο. Κάποιοι από αυτούς ήταν ίσως μέρος των Λαών της Θάλασσας που προκάλεσαν, σύμφωνα με αιγυπτιακές πηγές, τις καταστροφές. Οι πρώτες ομάδες Ελλήνων έφτασαν στην Κύπρο γύρω στο 1200 π.Χ., με το ρεύμα της άφιξης αποίκων να κρατάει έναν ολόκληρο και πλέον αιώνα. Ο απόηχος αυτής της μετανάστευσης διασώθηκε σε πολλές μεταγενέστερες γραπτές παραδόσεις, που διηγούνται πώς μερικοί ήρωες του Τρωικού πολέμου, μετά το τέλος του, ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο.
Κατ’ αυτό τον τρόπον συνδέθηκε το όνομα του Αγαπήνορα από την Τεγέα της Πελοποννήσου με το κτίσιμο της Παλαιπάφου (σημερινά Κούκλια), του Ακάμα, γιού του Θησέα, και του Φάληρου, εγγονού του Ερεχθέα, με το κτίσιμο των Σόλων καθώς και των Πράξανδρου, Κηφέα, Χύτρου και Χαλκάνορα με το κτίσιμο των πόλεων Λαπήθου, Κερύνειας, Χύτρων (σημερινή Κυθρέα) και Ιδαλίου αντίστοιχα. Οι Γόλγοι, παρά την Αθηαίνου, και το Κούριο ανήγαν το κτίσιμό τους η μεν πρώτη πόλη στους Σικυώνιους η δε δεύτερη στους Αργείους . Μία άλλη παράδοση συνέδεε το κτίσιμο της Σαλαμίνας με τον Τεύκρο, γιο του βασιλιά Τελαμώνα και ετεροθαλή αδελφό του περίφημου Αίαντα. Αυτή η τελευταία παράδοση είναι πολύ σημαντική, γιατί η Σαλαμίνα αναπτύχθηκε πάρα πολύ και έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία του ελληνισμού της Κύπρου.
Όπως ήταν επόμενο, οι νεοαφιχθέντες έφεραν μαζί τη γλώσσα, την προηγμένη τεχνολογία, τα ήθη, τις ταφικές και άλλες συνήθειές τους και έδωσαν νέα μορφή στην τέχνη.
Αβίαστα, λοιπόν, μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη πως από το 1220 π.Χ. η Κύπρος αρχίζει να εξελληνίζεται και από το 1100 π.Χ. παραμένει βασικά ελληνική πληθυσμιακά, γλωσσικά και πολιτισμικά, παρά τις όποιες επιδράσεις, που κατά καιρούς εμφανίζονται και προέρχονται από τις επανειλημμένες κατακτήσεις της από τους ισχυρούς γειτονικούς λαούς.
Δρ. Ανδρέας Δημητρίου