Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, θεωρείται ως «τῶν θεολόγων ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος». Είναι ο ένας από τους τρεις εκκλησιαστικούς άνδρες, που η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά με την προσωνυμία «Θεολόγος». Οι άλλοι δύο είναι ο Ευαγγελιστὴς Ιωάννης και ο όσιος Συμεὼν ο Νέος Θεολόγος.
Καταγόταν από από την Αριανζό, μία κοινότητα πλησίον της πόλης Ναζιανζού στην Μικρά Ασία. Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 328-330 μ.Χ. Ήταν μέλος μίας αγίας οικογένειας∙ ο πατέρας του Γρηγόριος, Επίσκοπος Ναζιανζού, η μητέρα του Νόννα, η αδελφή του Γοργονία και ο αδελφός του Καισάριος ο ιατρός τιμώνται, επίσης, ως Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Ο Γρηγόριος έμαθε τον Χριστιανισμό από τη μητέρα του Νόννα. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον εξάδελφο του Καρτέριο και το θείο του Αμφιλόχιο. Για την περαιτέρω μόρφωσή του φοίτησε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Παλαιστίνη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά διάρκεια των σπουδών του γνώρισε μεγάλους εκκλησιαστικούς άνδρες• στην Καισάρεια τον Μέγα Βασίλειο, με τον οποίο, μετέπειτα, σύναψε σχέσεις ισχυρής και αρραγούς φιλίας, και στην Αλεξάνδρεια τον Μέγα Αθανάσιο και τον Μέγα Αντώνιο.
Μετά τις πολυετείς σπουδές του, το 359 επέστρεψε στη πατρίδα του, όπου εργάστηκε ως ρητοροδιδάσκαλος. Επειδή, όμως, είχε έφεση προς την ησυχία, σύντομα διαπίστωσε ότι η ζωή στον κόσμο δεν τον ικανοποιούσε, γι’ αυτό και πήρε την απόφαση να ασκητέψει στην έρημο. Μετέβη, λοιπόν, στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, στο κτήμα όπου ήδη ασκήτευε ο Βασίλειος. Έτσι, μαζί, πλέον, οι δύο φίλοι επιδόθηκαν στην άσκηση για να ζήσουν, ό,τι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο. Ακόμη, παράλληλα με την άσκηση, μελέτησαν τα θεολογικά γράμματα, φιλοτέχνησαν τη Φιλοκαλία, αλλά και συνέταξαν διάφορους κανόνες που ρυθμίζουν τη μοναχική ζωή.
Λίγο αργότερα, μεταξύ των ετών 361-362, ο Γρηγόριος γύρισε στην πατρίδα του, λόγω της αδυναμίας του πατέρα του να αντιμετωπίσει την έξαρση των αιρέσεων, όπου και πείσθηκε να χειροτονηθεί ιερέας, ώστε να συμβάλει στο δύσκολο έργο, που είχε να φέρει εις πέρας ο γηραιός πατέρας του. Ωστόσο, λόγω των δυσχερειών, δεν παρέμεινε για αρκετό καιρό, καθώς τον επόμενο χρόνο αναχώρησε για το ασκητήριο του στον Πόντο, όπου βρισκόταν ο φίλος του Βασίλειος. Ο Βασίλειος, βλέποντας το Γρηγόριο να υποχωρεί, κάτω από το βάρος των νέων του καθηκόντων και του ανελέητου πολέμου των αιρετικών, φιλοξένησε το φίλο του, ωσότου μπορέσει ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις, που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει το έργο του. Πράγματι, όταν ο Γρηγόριος βρήκε το κουράγιο, επέστρεψε στην Ναζιανζό, όπου εργάστηκε με ζήλο και πολύ ενδιαφέρον για το ποίμνιό του, καταφέρνοντας, τελικά, να ελκύσει και πάλι στην Εκκλησία πιστούς, που πλανήθηκαν από την αίρεση του Αρείου.
Μάλιστα, όταν ο Βασίλειος αντιμετώπισε δυσκολίες, λόγω της κακής συμπεριφοράς του Ευσεβίου Καισαρείας, ο Γρηγόριος ανταπέδωσε τη συμπαράσταση, μένοντας με το φίλο του στο ησυχαστήριο του Πόντου, μέχρι που απέθανε ο Ευσέβιος. Τότε, ο Γρηγόριος έπεισε το φίλο του να επιστρέψει στην Καισάρεια ως υποψήφιος Επίσκοπος. Η παρουσία του στην πόλη, όμως, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, γι’ αυτό και ο Βασίλειος ειδοποίησε το Γρηγόριο να προστρέξει προς υποστήριξή του. Ο Γρηγόριος, παρόλο που στην αρχή προβληματιζόταν, πείσθηκε από τον πατέρα του να μεταβεί στην Καισάρεια, για να βοηθήσει το Βασίλειο.
Έτσι, μετά την άφιξή του στην πόλη, το 372, ο φίλος του Βασίλειος και ο πατέρας του, τον χειροτόνησαν Επίσκοπο Σασίμων, παρά τη θέλησή του, προκειμένου ο Βασίλειος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ενέργειες του Αυτοκράτορα Ουάλεντου. Ωστόσο, λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, ο Γρηγόριος δεν θέλησε να εμπλακεί στη διαμάχη του Βασιλείου με τον Ουάλεντο, γι’ αυτό και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου συνεργάστηκε με τον πατέρα του μέχρι το 374, χρονιά κατά την οποία κοιμήθηκε τόσο ο γηραιός πατέρας του Γρηγόριος, όσο και η μητέρα του Νόννα.
Τη Ναζιανζό υπηρέτησε, για λίγο ακόμη χρονικό διάστημα, μέχρι που αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοι της πόλης καθυστερούσαν την εκλογή νέου Επισκόπου, με σκοπό να τον αναδείξουν Επίσκοπο της πόλης. Επειδή όμως δεν ήθελε να αναλάβει την έδρα, αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλας, στη Σελεύκεια, για να ησυχάσει. Ωστόσο την ησυχία του διατάραξε ο θάνατος του φίλου του Βασιλείου. Τόσο πολύ συγκλονίστηκε ο Γρηγόριος, ώστε έφθασε στο σημείο να λέγει πως «μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος».
Βέβαια, όταν η Σύνοδος, που έγινε στην Αντιόχεια το 379, αποφάσισε την αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη ανταποκρίθηκε με θέρμη, διότι οι αιρετικοί έπνιγαν κάθε φωνή Ορθοδοξίας, τόσο στον εκκλησιαστικό, όσο και στον πολιτειακό χώρο της περιοχής. Ευτυχώς, στην αρχή δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη η παρουσία του, γι’ αυτό και μπόρεσε να μετατρέψει ένα δωμάτιο σε εκκλησάκι, ώστε να λειτουργεί και να κηρύσσει. Με τη πάροδο του χρόνου οι πιστοί που συνέρρεαν για να λειτουργηθούν, αλλά και για να ακούσουν του λόγους του Γρηγορίου ολοένα και αυξάνονταν, ώστε να μην τους χωράει, πλέον, το μικρό εκείνο εκκλησάκι. Γι’ αυτό διεύρυναν το χώρο και του έδωσαν το όνομα Αγία Αναστασία (αφού εκεί αναστήθηκε ο ορθόδοξος λόγος). Σ’ αυτό, επίσης, το ναό εκφώνησε ο Γρηγόριος τους πέντε περίφημους και απαράμιλλους σε θεολογικό περιεχόμενο λόγους του.
Η ανάσταση της Ορθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη, όμως, δεν ενόχλησε μόνο τους αιρετικούς, αλλά έδωσε και την ευκαιρία σε ματαιόδοξους συνεργάτες του Γρηγορίου να κινηθούν προς κατάληψη του αρχιεπισκοπικού θρόνου της Πόλης, πριν ο λαός απαιτήσει την άνοδο του Γρηγορίου. Τα λυπηρά αυτά γεγονότα, όμως, πλήγωσαν ιδιαίτερα τον Άγιο Γρηγόριο, διότι σημειώθηκαν, όχι από αιρετικούς, αλλά από δικούς του ανθρώπους, γι’ αυτό, και πάλι, αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της φυγής. Ο λαός, όμως, επειδή τον αγαπούσε πολύ, τον παρακάλεσε με θέρμη να επιστρέψει. Τότε, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, εις ένδειξη εκτίμησης και από μέρους του, παρέδωσε τον Καθεδρικὸ Ναὸ στους Ορθοδόξους, ώστε να μπορεί να επιτελείται το εκκλησιαστικό έργο κατά τρόπο απρόσκοπτο και εποικοδομητικό προς δόξαν Χριστού.
Το μέγεθος της προσωπικότητας του Γρηγορίου και το σπουδαίο ποιμαντικό έργο, που επιτελούσε, ενέπνευσε το λαό να τον προωθήσει στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε, βέβαια, λέγοντας ότι η Σύνοδος θα πρέπει ν’ αποφασίσει ποιός θα αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, όταν το 381, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνεκάλεσε στην Πόλη τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, μεταξύ άλλων αποφάσεων, η Σύνοδος ανακήρυξε το Γρηγόριο Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Η απόφαση αυτή, όμως, πυροδότησε νέες αντιδράσεις απ’ όσους τον αντιπαθούσαν και απ’ οσους ορέγονταν την έδρα της Κωνσταντινούπολης. Γι' αυτό έβρισκαν ή επινοούσαν διάφορες αφορμές, ώστε να εξαναγκάσουν το Γρηγόριο να παραιτηθεί• ελεγαν, για παράδειγμα, ότι η ανακήρυξη του ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως ήταν αντικανονική, επειδή διατελούσε, δήθεν, Επίσκοπος Σασίμων. Ασφαλώς, το επιχείρημά τους στερείτο σοβαρότητας, διότι ο Γρηγόριος ποτέ δεν λειτούργησε εκεί.
Τελικά, λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, ο Γρηγόριος πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, για να μην προκληθεί περαιτέρω ζημιά στην Εκκλησία. Έτσι, αφού είπε, ενώπιων της Συνόδου, πως αν πραγματικά είναι υπαίτιος των κακών, ας πάθει ό,τι και ο Προφήτης Ιωνάς, ανεχώρησε για την πατρίδα του.
Ασφαλώς, όταν έφθασε στη Ναζιανζό δεν παρέδωσε τα όπλα, αλλά πάλι ενδιαφέρθηκε με θέρμη για τους πιστούς της πατρίδας του. Αντιμετώπισε, λοιπόν, και εκδίωξε τους πάσης φύσεως αιρετικούς, υψώνοντας το ανάστημά του, ως κορυφαίος Θεολόγος και άριστος φιλόσοφος.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390/391.
Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, στο Άγιον Όρος.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του, ενώ στις 30 Ιανουαρίου συνεορτάζεται μαζί με το Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Απολυτίκιο
«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας• ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».
π. Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος