Ἀρκετοί πιστοί ἀνταποκρίνονται θετικά στήν πρόσκληση τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ γιά μετάνοια, ἐξομολογοῦνται εἰλικρινά καί μέ αἰσθήματα πραγματικῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο ἐναποθέτουν ὅλα τά ἁμαρτήματά τους ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ. Παρουσιάζονται σ’ αὐτόν ὡς μιά «ἐπιστολή... γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη» (Β΄ Κορ. 3, 2). ῎Εχουν τήν ὀρθή πεποίθηση καί βαθιά πίστη πώς ὅσα ποῦν θά συγχωρηθοῦν, θά σβησθοῦν, θά ἐξαφανισθοῦν, ὡσάν νά μήν συνέβησαν ποτέ στή ζωή τους. Γι’ αὐτό μέσα στό Ἐξομολογητήριο ὁμολογοῦν μέ ταπείνωση καί συντριβή τήν ἐνοχή τους καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως ὅλα τά σφάλματά τους. Τοιουτοτρόπως λαμβάνουν τήν ἄφεση ὅλων τῶν μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα ἁμαρτιῶν τους καί ἐπανέρχονται στήν κατάσταση τῆς Χάριτος πλησίον τοῦ Θεοῦ εἰρηνικοί καί ἀναπαυμένοι.
Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως χαρίζει στόν καθένα πού εὐσυνείδητα ἐξομολογεῖται, τήν ἐσωτερική πληροφορία ὅτι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί ἀγαπητός ἀδελφός τῶν Ἁγίων. Ἀποκτᾶ δέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό, τό βασικό γνώρισμα τῶν Ἁγίων.
Βέβαια ὑπάρχουν καί ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπου οἱ πιστοί ἀντιμετωπίζουν ἐπιπόλαια τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἐπιδιώκουν γνωστά ὀνόματα Πνευματικῶν, ὄχι γιατί εἶναι ἔμπειροι καί διακριτικοί καί θά τούς βοηθήσουν στή σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, ἀλλά γιά νά καυχῶνται μετά πώς εἶναι πνευματικά τέκνα γνωστῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, μιμούμενοι τοιουτοτρόπως τούς ἀκάρπους Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι περιορίζονταν νά λένε ὅτι εἶναι τέκνα Ἀβραάμ. Φεύγουν ἀπό τό Ἐξομολογητήριο περισσότερο λυπημένοι, δύσθημοι καί στενοχωρημένοι παρά ἀναπαυμένοι. Δέν φταίει ὅμως γι’ αὐτό τό Μυστήριο, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ ὁποῖοι προσέρχονται τυπικά καί κατ\' ἔθιμο μόνο στίς μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τήν ἀπαραίτητη προετοιμασία καί ἔμπρακτη ἐκδήλωση μετανοίας.
῞Οταν ὁ πονηρός δέν κατορθώσει νά ἀποτρέψει τούς ἀνθρώπους μέ τίς συνεχεῖς ἀναβολές τίς ὁποῖες τούς ὑποβάλλει γιά νά μήν πλησιάσουν τόν Πνευματικό, τότε προσπαθεῖ νά ἐκμηδενίσει τήν πνευματική ὠφέλεια τοῦ Μυστηρίου ὑποβάλλοντας στόν προσερχόμενο στό Ἐξομολογητήριο νά μήν ἐξομολογηθεῖ θεαρέστως τίς ἁμαρτίες του.
Ἔτσι βλέπουμε ἀρκετούς ἐπειδή προσέρχονται ἐπιφανειακά στό Μυστήριο, νά ἔχουν τή ψευδαίσθηση ὅτι πηγαίνουν γιά συζήτηση καί προσωπική προβολή. Δέν προηγεῖται καμιά προσευχή, περισυλλογή καί αὐτοκριτική. Τό ὅλο παρουσιαστικό τους καί ὁ τρόπος τῆς ὁμιλίας τους, κάθε ἄλλο παρά μετάνοια φανερώνουν. Κυριευμένοι ἀπό τό κοσμικό φρόνημα, ἐπιτηδεύονται, προσποιοῦνται, θέλουν νά ἐντυπωσιάσουν. Σκοπός τους δέν εἶναι νά σώσουν τίς ψυχές τους, ἀλλά νά ἀποκτήσουν τήν εὔνοια τοῦ Πνευματικοῦ, ὥστε στό μέλλον νά τούς διευκολύνει στήν πραγματοποίηση ὑλικῶν στόχων καί προσωπικῶν συμφερόντων.
Κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστηρίου, διακρίνονται γιά τόν ἐγωϊσμό τους, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται μέ αἴσθημα ὑπεροχῆς. Δέν διστάζουν νά ὑποκρίνονται καί νά παρουσιάζονται ὡς δῆθεν εὐσεβεῖς. Προβάλλουν ἀνύπαρκτες ἀρετές τους καί καταγγέλλουν ἤ κατηγοροῦν τούς συνανθρώπους τους. Μιλοῦν μέ γενικότητες καί ἀοριστολογίες καί καταφεύγουν σέ ἄσχετες ἱστορίες, οἱ ὁποῖες τείνουν νά συγχύσουν καί νά παραπλανήσουν τόν Πνευματικό καί νά ξεθωριάσουν τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου.
Ὅταν ἀποφασίσουν νά μιλήσουν γιά τόν ἑαυτό τους, ἐκφράζουν παράπονα γιά νά αὐτοδικαιωθοῦν ἤ νά δικαιολογηθοῦν. Ὅταν ἐπιτέλους μιλήσουν γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, περιορίζονται στά μικρά καί ἀσήμαντα καί ἀποκρύπτουν μέ ἐπιμέλεια τά μεγάλα καί σοβαρά, δῆθεν γιά νά μήν ἐκτεθοῦν στόν Πνευματικό καί χάσει τήν καλή ἰδέα πού ἔχει γι\' αὐτούς. Ἀρέσκονται νά ὑπεισέρχονται σέ περιττές λεπτομέρειες, ὄχι γιατί θέλουν νά διαφωτίσουν καί νά διασαφηνίσουν, ἀλλά γιά νά συσκοτίσουν ἀποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια ἀπό τόν Πνευματικό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό γιατί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας ἀποφεύγεται οἱ δέ ἐξομολογούμενοι λόγῳ τῆς ἀνειλικρίνειάς τους, φεύγουν ἀσυγχώρητοι καί λυπημένοι.
Ἄλλοι, πάλι, γιά νά ἐντυπωσιάσουν, κατά τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, τόν Πνευματικό, ὅτι τάχα ἔχουν φθάσει σέ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, μιλοῦν γιά ὁράματα καί ὀπτασίες. Στήν ὑπόδειξη τοῦ Πνευματικοῦ νά μήν δίνουν σημασία καί νά μήν ἐπιζητοῦν αὐτά, διαμαρτύρονται καί ἐξανίστανται παρακούοντας τίς συμβουλές του, ἤ κατακρίνοντάς τον ἐσωτερικά ὅτι δέν ἔχει ὁ ἴδιος παρόμοιες δῆθεν πνευματικές ἐμπειρίες, γινόμενοι ἔτσι παίγνιο τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Αὐτοί πού ἐπιπόλαια ἐξομολογοῦνται, δέν γνωρίζουν τί σημαίνει ἐλεύθερη ὑπακοή, γιατί πρώτιστο μέλημά τους εἶναι ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου θελήματος. Ἐφαρμόζουν δικό τους πρόγραμμα πνευματικῆς ζωῆς καί δέν ἐπιδέχονται καμιά νουθεσία. Ὁ Πνευματικός, τούς ἀκούει κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεώς τους μέ προσοχή καί προσευχή καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἀμετανοησία τους καί τήν ἔλλειψη ἀγαθῆς διαθέσεως ἐκ μέρους τους. Ὅταν ἀρχίσει νά τούς νουθετεῖ τόν διακόπτουν. Ὅταν μέ ταπείνωση τούς παρατηρεῖ καί ὑποδεικνύει τά σφάλματά τους, ἐξανίστανται καί δέν θέλουν νά τά παραδεχθοῦν. Μάλιστα δέ αἰσθάνονται καί προσβεβλημένοι, ὄχι γιατί τούς ἔθιξε, ἀλλά γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό ἐγωϊσμό. Γιά νά γίνουν πιό πειστικοί, ἰδιαιτέρως ἄν εἶναι γυναῖκες πού ἐξομολογοῦνται, ἔχουν πρόχειρα τά δάκρυα στά μάτια μόνο, ὄχι δέ καί στήν ψυχή. Γιατί οὔτε ταπεινωμένοι εἶναι οὔτε συντετριμμένοι, ἀλλά αὐθάδεις καί προπετεῖς. Γι’ αὐτό τά δάκρυά τους δέν εἶναι δάκρυα μετανοίας, ἀλλά ἐπιφανειακά, ψεύτικα καί ὑποκριτικά, τά ὁποῖα ὑποδηλώνουν πληγωμένο ἐγωϊσμό καί ὄχι συντετριμμένη καρδιά.
Ἀποκορύφωμα τῆς ὑποκρισίας αὐτοῦ πού ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν ἐξομολογεῖται εἶναι ὁ ἐμπαιγμός τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Προσποιεῖται τόν εὐσεβῆ. Πηγαίνει δῆθεν γιά νά καταθέσει τίς ἁμαρτίες του αλλά δέν ἀνέχεται τίς παρατηρήσεις καί δέν ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες τοῦ Πνευματικοῦ.
Ἐπειδή ὁ ἐξομολογούμενος ἀπωθεῖ τά αἰσθήματα τῆς ἐνοχῆς, μή θέλοντας νά παραδεχθεῖ τά σφάλματά του, τά μεταβιβάζει στούς ἄλλους καί ἐκφράζει προσωπικά παράπονα πού ἔχει γι’αὐτούς ἀλλά καί γιά τόν ἴδιο τόν Πνευματικό.Τολμᾶ μάλιστα νά ἐλέγχει τόν Πνευματικό γιά τίς ἀπόψεις καί τίς θέσεις του πάνω σέ διάφορα θέματα, τά ὁποῖα εἶναι ἄσχετα μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐάν δέ τύχει, λόγῳ θέσεως νά ἐπηρεάζει μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, τότε τούς ἐπιστρατεύει καί αὐτούς, ὥστε καί ἐκεῖνοι, ἐν εἴδει κασέτας μαγνητοφώνου νά ἐπαναλαμβάνουν τά ἴδια παράπονα ἐν ὥρᾳ ὑποτίθεται ἐξομολογήσεώς τους.
Ἡ δύναμη τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως εἶναι ἀνυπολόγιστη. Δέν ἐπενεργεῖ ὅμως πάνω μας χωρίς τή δική μας ἐλεύθερη συνεργασία. Νά ἔχουμε συναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ Μυστηρίου καί νά προσερχόμαστε σ’ αὐτό μέ βαθιά ταπείνωση, εἰλικρίνεια καί συντετριμμένη καρδιά. Μόνο ὅσοι βιώνουν τή μετάνοια καί ἐξομολογοῦνται πλήρως καί τελείως τίς ἁμαρτίες τους φεύγουν ἀναπαυμένοι, χαρούμενοι καί εἰρηνικοί, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς ἐπισκιάζει. Ὅσοι νομίζουν ὅτι ξεγελοῦν τόν Πνευματικό, γελιοῦνται οἱ ἴδιοι, παίζοντας θέατρο καί ἐξοργίζοντας τόν Θεό. Ἄν συνεχίσουν μέ αὐτή τή λανθασμένη τακτική φεύγουν δυστυχῶς ἀπό τήν παρούσα ζωή ἀμετανόητοι πρός αἰωνία ἀπώλεια. Ἄς παρακαλοῦμε λοιπόν θερμά τόν Κύριο ὥστε «τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι». Ἀμήν.
του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρηνείας κ. Παύλου