Πορφύριος ὁ ὅσιος τῶν μυστικῶν συχνοτήτων…
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
Ὁ εἰκοστὸς αἰῶνας, αἰῶνας ἀποστασίας καὶ ἐφηρμοσμένης ἀθεΐας σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, αἰῶνας μηδενισμοῦ, σαρκολατρείας καὶ ἐκκοσμίκευσης, ἀποδεικνύεται καὶ αἰῶνας ἁγιότητας. Ἡ θεόπνευστη ρήση τοῦ Παύλου, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ῥωμ. 5,20) ἐπαληθεύεται διαχρονικά. Αὐτὸ τὸ ζήσαμε ἔντονα μὲ τὴ διαπίστωση καὶ διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τοῦ ἁγίου νέου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου τὸ ἔτος 2009 καί, πρόσφατα, στὶς 27.11.2013, μὲ αὐτὴ τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου. Ὁ χριστεπώνυμος βεβαίως Ὀρθόδοξος λαὸς ἀκροᾶται τὴν ἁγιότητα καὶ ἄλλων οὐρανοπολιτῶν ἀνθρώπων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὅπως τῶν ὁσίας μνήμης πατέρων ἡμῶν Ἰακώβου Τσαλίκη τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Βησσαρίωνος τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος, κ.ἄ. Ἐδῶ πρέπει νὰ διασαφηνίσουμε, ὅτι εἶναι ὁ κλῆρος καὶ λαὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος βιώνει καὶ «ψηλαφεῖ» πρῶτος τὴν ἁγιότητα ἑνὸς δούλου τοῦ Θεοῦ καί, ἐν καιρῷ, ὅταν τὸ θέμα ὠριμάσει καὶ κριθεῖ κατάλληλη ἡ στιγμή, παραπέμπεται στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Σύνοδος τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ ἐξετάσει ἐνδελεχῶς τὸν κατηρτισμένο σχετικὸ φάκελλο, κάνει τὴ διαπίστωση τῆς ἁγιότητας κάποιου Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, τὴν ὁποία στὴ συνέχεια διακηρύττει στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἐγγράφοντας τὸν διακηρυχθέντα ἅγιο στὸ Ἑορτολόγιο τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας .
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὸν ὅσιο Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη, τὸν διορατικό, τὸν σοφὸ καὶ θεοδίδακτο συμπαντικὸ ἐπιστήμονα, γιατὶ οἱ λέξεις ἀδυνατοῦν νὰ περιγράψουν καὶ νὰ ἀποδώσουν μὲ ἀκρίβεια τὴ σπάνια χαρισματική του προσωπικότητα, τὴν ἁγιότητά του. Μιὰ ἁγιότητα, ποὺ ἀναπτύχθηκε καὶ ἀνδρώθηκε μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ ἀποτελεῖ ἀδιάσπαστη φυσικὴ συνέχεια τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες μέχρι καὶ σήμερα. Ἄλλωστε, ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τῆς διακήρυξης τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἀπὸ τὸν λαό μας μαρτυρεῖ τὴν ἁγιοπνευματικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
1 Ἐπισημαίνουμε ὅτι, σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὸ ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ Πατρολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κ. Στυλιανοῦ Παπαδοπούλλου («Διακήρυξη ἁγιότητας ἁγίου (ὄχι: ἁγιοποίηση-ἀναγνώριση-ἀνακήρυξη)», στό: Ὁ ἅγιος καὶ ὁ μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἰσηγήσεις ΙΒ´ Συνεδρίου Πατερικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1994, σσ. 170-182), ἡ ὀρθὴ ἀπὸ ἀπόψεως Ὀρθόδοξης Θεολογίας σχετικὴ ὁρολογία, τὴν ὁποία καὶ προτείνει νὰ καθιερωθεῖ καὶ τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς ἐδῶ υἱοθετοῦμε, εἶναι: διαπίστωση ἁγιότητας, διακήρυξη αὐτῆς καὶ ἐγγραφὴ τοῦ ἁγίου στὸ Ἑορτολόγιο.
ποὺ τὴ θέλει νὰ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴ βιωμένη μέσα στοὺς αἰῶνες αὐθεντικὴ κι ἀνόθευτη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἡ ὁποία γνωρίζει νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα τῶν χαριτωμένων ἀνθρώπων, πολὺ πρὶν τὴν ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς τους, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.
Μέσα σὲ συνθῆκες μιᾶς γενικώτερης πνευματικῆς κρίσης, μὲ ὅλα τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθά της σὲ ὅλο τὸν ἑλληνισμὸ καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, τὸ σοφὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μᾶς ἀνήγγειλε, «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός»• καὶ ἡ λαμπάδα εἶναι ἡ «ἀείποτε καιομένη» τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου, τοῦ διορατικοῦ ἀσκητοῦ καὶ συμπαντικοῦ ἐπιστήμονος, ποὺ ἄναψε ἡ πυρσοφεγγὴς τοῦ Πνεύματος ἐνέργεια. Τὶς δύσκολες τοῦτες μέρες, ἔρχεται ὁ ταπεινὸς Καυσοκαλυβίτης νὰ μᾶς ἀναπαύσει ἐν Πνεύματι καὶ νὰ μᾶς διδάξει, πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε, πῶς νὰ ἀγαπήσουμε, νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἐρωτευθοῦμε τὸν Χριστό. Δὲν ἔχουμε καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐνέταξε στὸ Ἑορτολόγιό της ἕνα σύγχρονο ἅγιο, «φωστῆρα καὶ θεολόγον τῆς οἰκουμένης», ἐπάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηριχθοῦν πολλοὶ χειμαζόμενοι καὶ ἀδύναμοι ἄνθρωποι τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε τὸ 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας στὴν Εὔβοια. Δύο μόνο χρόνια φοίτησε στὸ σχολεῖο, γιατί, ἕνεκα φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του, ρίχθηκε ἀπὸ μικρὸς στὴ βιοπάλη. Ἡ καθαρή του καρδιὰ πόθησε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸν Χριστό. Διαβάζοντας τὸν Βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη, τοῦ γεννήθηκε ὁ πόθος τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὸν ἀγαπημένο του ἅγιο, ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο καὶ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀσκητέψει. Ἐκεῖ συναντᾶ τοὺς Γέροντες Ἰωαννίκιο καὶ Παντελεήμονα καὶ μένει μαζί τους στὰ Καυσοκαλύβια. Ἔτσι γίνεται, ὡς μιμητὴς τοῦ Καλυβίτη, Καυσοκαλυβίτης. Κοντά στοὺς δύο τούτους ἐνάρετους καὶ αὐστηροὺς Γέροντες ἀσκεῖται καθημερινὰ στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ νέκρωση τοῦ θελήματός του καί, λίγο πρὶν τὰ εἴκοσί του χρόνια, τὸν ἐπισκέπτεται πλούσια ἡ θεία Χάρη. Ὁ τότε μοναχὸς Νικήτας, ὅπως ὀνομάστηκε στὴ μοναχική του κουρὰ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος, περιμένει κάποτε στὸν προνάρθηκα τοῦ Κυριακοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, νὰ ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία. Φθάνει τότε ὁ γέρο Δημᾶς, ἕνας κρυφὸς ἅγιος, ἐνενῆντα ἐτῶν, πρώην ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τοῦ π. Νικήτα. Βέβαιος, ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ἀρχίζει νὰ προσεύχεται θερμὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ μὲ στρωτὲς μετάνοιες. Τότε ἀρχίζει νὰ ξεχειλίζει ἡ Χάρη ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Δημᾶ ὡς φῶς, καὶ νὰ ἁπλώνει παντοῦ, καλύπτοντας καὶ τὸν μοναχὸ Νικήτα (Πορφύριο). Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε ἕνα κρυφὸ ἅγιο, τὸν πυρφόρο καὶ θεοφόρο Γέροντα Δημᾶ, γιὰ ν᾽ ἀνάψει τὴ φλόγα τοῦ Πνεύματος σ᾽ ἕνα ἄλλο ἅγιο, τὸν μοναχὸ Νικήτα, ποὺ ἦταν ἕτοιμο «εὔφλεκτο ὑλικό», νὰ δεχθεῖ τὴ θεία Χάρη.
Ἀπὸ τότε ἄνοιξαν οἱ αἰσθήσεις τοῦ ὁσίου Πορφυρίου καὶ ἡ προσευχή του ἔγινε διαπεραστική. Τὸ διορατικὸ χάρισμα, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἦταν περιορισμένης κλίμακας, ἀλλὰ πολὺ μεγάλης. Ἄκουε, ὀσφραινόταν καὶ ἔβλεπε τὰ πάντα ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά. Μιλοῦσε γιὰ ὅλα μὲ λεπτότητα καὶ ἁπαλότητα, γιὰ τὸ σύμπαν, τοὺς οὐρανούς, τοὺς πλανῆτες, τὴν ἐπιστήμη, τὰ λουλούδια, τὰ πουλιά, τὴ φύση, τὴν ψυχή, τὴν καρδιά, τὸν νοῦ καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, τὴ θεία Λειτουργία, τοὺς ὕμνους. Καί, δὲν τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἡ γνώση ἁπλῶς τῶν ὄντων, ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση τῶν λόγων τῶν ὄντων, δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τῆς γνώσης τοῦ γιατὶ πλάσθηκε τὸ κάθε δημιούργημα καὶ ποιὸ σκοπὸ ἔχει. Προκαλοῦσε βεβαίως ἔκπληξη καὶ θαυμασμὸ στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ χαρίσματά του, ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν γινόταν γιὰ νὰ θαυμάζουν τὸν ἴδιο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ μέσα τους ἕνα ὡραῖο κλίμα, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ποῦν• «Ἔλα, Χριστέ μου, γιατὶ χωρὶς Ἐσένα, ὅσο ὡραῖο κι ἂν εἶναι τὸ κλίμα αὐτό, ἡ ὀμορφιὰ εἶναι λειψή, ἐπειδὴ Ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ὡραιότητας. Ὁ μόνος Ὡραῖος, ὁ ἀείποτε Ὡραῖος, ὁ Ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς!» Τὸν ἐνδιέφερε οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστὸ χωρὶς βία. Νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, ἀπὸ μιὰ καλὴ ψυχή, μιὰ ὡραία εἰκόνα, μιὰ ὡραία μουσική, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἐκπλήσσονται καὶ νὰ χαίρονται ἔτσι τὸν Δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τὴ δημιουργία Του. Πολλὲς φορές, ἀκούγοντάς τον νὰ ἐκφράζεται ἔτσι, αἰσθάνθηκα αὐτό, ποὺ γράφει στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γένεσης :«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν.1,31).
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ...