Πορεία προς το Πάθος - “Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα”
Πλησιάζουμε προς το τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το Ευαγγέλιο της ημέρας κάνει αναφορά στα Πάθη. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός αναγγέλλει ότι “ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσιν και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν Αυτόν θανάτω”. Προετοιμαζόμενος κατά το Τριώδιο ο νους, η ψυχή και η καρδιά για την όσο το δυνατό καλύτερη προπαρασκευή των πιστών για άξιο εορτασμό των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου μας, μεταξύ άλλων το ευαγγελικό ανάγνωσμα μας ενημερώνει για την “σφαγήν την άδικον,” διαφυλάσσοντάς μας έτσι από τυχόν αισθήματα απαισιοδοξίας. Τονίζεται ταυτόχρονα ότι “ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθεν διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών”. Το “ποτήριον” Στο ευαγγέλιο ακούγεται καθαρά πλέον η προφητεία του Πάθους του Υιού του Θεού που πλησιάζει. “Ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν”. Λίγος μόνο χρόνος μένει που θα είναι ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του και πρέπει να τους μιλήσει και να τους προετοιμάσει για πολλά ακόμα. Κάνει ειδικότερα λόγο για το “ποτήριον” που μέλλει να πιεί. “Δύνασθαι πιείν το ποτήριον, ό εγώ πίνω;” ερωτά ο Κύριος του αποστόλους. Το “ποτήριον” του σημερινού ευαγγελίου μας υπενθυμίζει σαφώς την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή και το μελλούμενο Πάθος. Ωστόσο, οι απόστολοι “σάρκα φρονούντες και κόσμον οικούντες” δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ακόμα τους λόγους του Θεανθρώπου. Αντίθετα φιλονικούσαν για τις πρωτοκαθεδρίες και “ήρξαντο αγανακτείν” τόσον, που ο Χριστός τους είπε: “Ουκ οίδατε τι αιτείσθαι. Ος εάν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων διάκονος”. Αυτή είναι η νέα τάξη πραγμάτων που εγκαινιάζει ο Σωτήρας μας με λόγια και με έργα. “Ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι”. Η Μαρία η Αιγυπτία Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά και την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία αφού ελάμπρυνε την έρημο για σαρανταεπτά ολόκληρα χρόνια με την κατά Χριστόν άσκηση, μας κατέλιπε λαμπρό παράδειγμα μετάνοιας και επιστροφής στο Θεό. Έτσι όλα τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα του Τριωδίου βρίσκονται σε πλήρη σύνθεση και αρμονία με τα εορταζόμενα κατά τη διάρκεια του πρόσωπα, η αγία βιωτή των οποίων με τα συναξάρια και τα τροπάρια καθοδηγεί τους πιστούς στον αγιασμό και τη θέωση. Εις το συναξάριο της ημέρας διαβάζομεν: “Της Οσίας ταύτης η μνήμη τελείται μεν κατά την πρώτην Απριλίου, ετάχθη δε η αυτή και σήμερον, εγγίζοντος ήδη του τέλους της Αγίας Τεσσαρακοστής, προς διέγερσιν των ραθύμων και αμαρτωλών εις μετάνοιαν, εχόντων υπόδειγμα την εορταζομένην Αγίαν”.
Αγαπητοί αδελφοί, ο Κύριος μιλά στους μαθητές για το Πάθος Του, αλλά καλεί και όλους εμάς να ετοιμαστούμε κατάλληλα για να συνοδοιπορήσουμε μαζί Του και να Τον ακολουθήσουμε στη σταυρική του θυσία. Μια συνοδοιπορία που θα μας καταξιώσει να Τον συναντήσουμε Αναστημένο. Σ΄ αυτή την πορεία προβάλλει ως παράδειγμα και η ζωή της Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία με την μετάνοια και την επιστροφή της στο Θεό αποτελεί δείκτη και για τη δική μας ζωή,
Χριστάκης Ευσταίου, Θεολόγος.
************************************************
«Ἐθαυματούργησε Χριστέ τοῦ Σταυροῦ σου ἡ δύναμις»
«Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις,
Χριστοῦ Νύμφη σήμερον,τῇ μετανοίᾳ εδείχθης.
Ἀγγέλων, τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα,
δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὅπλῳ καταπατοῦσα
διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία ἔνδοξε».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τη μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας την 1η Απριλίου, αλλά και την Ε’ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, προς διέγερση των ραθύμων και αμαρτωλών εις μετάνοια.
Η Οσία Μαρία, καταγόταν από την Αίγυπτο, και σύμφωνα με την παράδοση έζησε κατά τον 4-5ον μ.Χ. αιώνα. Από νεαράς ηλικίας, ενώ ακόμη ήταν δώδεκα ετών, έλαθε της προσοχής των γονέων της, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αλεξάνδρεια. Επειδή, όμως, αγνοούσε τα θεία εντάλματα, για δέκα επτά έτη είχε το νου της στραμμένο σε κάθε είδους γεώδεις απολαύσεις, όπου αναζητούσε τη χαρά και επιδίωκε απεγνωσμένα να βιώσει την ολοκλήρωση.
Ωστόσο, τα όσα έπραττε δεν της προσέφεραν πραγματική χαρά και αγαλλίαση, αλλά, αντίθετα, έτσι αμαύρωνε καθημερινά το «κατ’εικόνα», ένα δώρο, που έδωσε ο Θεός μόνο στο ανθρώπινο γένος, για να μπορέσει να μοιάσει με Αυτόν. Η απογοήτευσή της, από τα όσα έζησε, την ώθησε να στραφεί, έστω από περιέργεια, προς τον Ιησού Χριστό.
Μαζί με άλλους προσκυνητές, λοιπόν, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, ώστε να παρευρεθεί στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, όπου Έπαθε και Αναστήθηκε ο Ιησούς Χριστός, με την ελπίδα ότι θα έπαιρνε εφόδια αρετής και σωτηρίας.
Όμως, παρόλες τις καλές προθέσεις της, το βεβαρημένο της παρελθόν την κυνηγούσε και ο εθισμός την κυριαρχούσε, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να αντισταθεί στο πειρασμό να συμπαρασέρνει στο βυθό της απωλείας πολλούς από τους άντρες που συναντούσε.
Όταν, λοιπόν, θέλησε να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο, μία αόρατη δύναμη δεν της επέτρεπε να εισέλθει μέσα στο Ναό, παρόλο που προσπάθησε επανειλημμένως. Τότε, αντιλήφθηκε, ότι κάτι παράξενο συμβαίνει που αφορά την ίδια, αφού, εν τω μεταξύ, οι άλλοι προσκυνητές προχωρούσαν ανεμπόδιστα.
Το γεγονός αυτό την αναστάτωσε πολύ και της προξένησε ψυχική οδύνη. Παράλληλα, όμως, την προβλημάτισε πολύ. Έτσι έλαβε την απόφαση να μετανοήσει για τη διάπραξη των αλόγων πράξεών της, δηλαδή για όσα ψυχοφθόρα έπραξε ως τότε, και να ακολουθήσει, πλέον, αγαθή πορεία. Έτσι, μετά απ’ αυτή την κίνηση μεταμέλειας, και αφού στράφηκε προς την Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, παρακαλώντας την να μεσολαβήσει προς τον Υιό της, η αόρατη δύναμη υποχώρησε και μπόρεσε, τελικά, να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό του Ιησού Χριστού.
Στη συνέχεια, την ίδια κιόλας ημέρα, η Πρόνοια του Θεού βοήθησε την Οσία Μαρία να δει πέραν από την προσωρινότητα του παρόντος κόσμου και να αντιληφθεί ότι "όσα ανθρώπινα δεν υπάρχουν μετά θάνατο είναι μάταια". Προκειμένου, λοιπόν, η Χάρη του Θεού να φροντίσει τις πληγές του παρελθόντος και να την εξαγιάσει, η Οσία κατασκήνωσε στο βάθος της ερήμου, όπου έκλαψε για τα αμαρτήματά της και για σαράντα επτά ολόκληρα έτη, επιδόθηκε σε ασκητικό αγώνα και απερίσπαστη προσευχή προς το Θεό. Η Οσία, καθημερινά ερχόταν αντιμέτωπη με την αγριότητα και τις εικόνες των παθών, τις δύσκολες καιρικές συνθήκες της ερήμου, αλλά και τις ανελέητες επιδρομές των δαιμόνων. Ωστόσο, η Μαρία, υπέμενε το μαρτύριο αυτό με τη δύναμη του Τιμίου Σταυρού και χύνοντας δάκρυα μετανοίας, τα οποία γαληνεύουν τη ψυχή και ελκύουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Προς το τέλος τής ζωής της, η Πρόνοια του Θεού έφερε τον Γέροντα Ζωσιμά, ένα άγιο ασκητή, κοντά στην Οσία, ώστε αυτή να μπορέσει να εξομολογηθεί. Έτσι, η Μαρία, εξιστόρισε όλη τη βιωτή της και παρακάλεσε τον Γέροντα, όπως το επόμενο έτος, της προσκομίσει τα άχραντα Μυστήρια, για να κοινωνήσει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Πράγματι, ο Ζωσιμάς, επανήλθε μετά από ένα χρόνο, την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη, για να μεταδώσει στην Οσία τα πανάχραντα Μυστήρια, όπως και έγινε. Ο Γέροντας, ένα έτος αργότερα, θέλησε να επισκεφθεί και πάλι την Οσία Μαρία, όμως, αυτή, είχε ήδη κοιμηθεί από την ημέρα που κοινώνησε της θείας Ευχαριστίας.
Πλησίον της Οσίας, ο Γέροντας βρήκε αναγραμμένη τη φράση: «Ἀββᾶ Ζωσιμά, θάψον ὧδε τὸ σῶμα τῆς ἀθλίας Μαρίας. Ἀπέθανον τὴν αὐτὴν ἡμέραν καθ’ ἢν ἐκοινώνησα τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Εὔχου ὑπὲρ ἐμοῦ».
Ο Αββάς Ζωσιμάς επιχείρησε να ενταφιάσει τα τίμια λείψανα της Οσίας Μαρίας, αλλά αδυνατούσε, γιατί η γη ήταν σκληρή και δεν είχε τα απαραίτητα μέσα στη διαθεσή του. Τότε, και ενώ ο Γέροντας προσευχόταν, προκειμένου να εξευρεθεί τρόπος να ενταφιάσει τα λείψανα της Οσίας, παρουσιάστηκε ένας λέοντας, ο οποίος προσέφερε τη βοήθειά του, σκάβοντας τη γη, ώστε ο άγιος αυτός ασκητής, να μπορέσει να εναποθέσει στον τάφο τα εξαγιασμένα λείψανα της Αγίας.
Η Οσία Μαρία κοιμήθηκε σε ηλικία 100 ετών το έτος 378 ή το 437.
Η Εκκλησία, λοιπόν, τελεί «τὴ φωσφόρο καὶ θεία μνήμη» αυτής της υπέρλαμπρης Αγίας, την ερχόμενη Κυριακή, ώστε να αποτελέσει για μας ευκαιρία περισσότερης πνευματικής περισυλλογής και συνέλιξης.
Κύριο και καίριο σημείο αναφοράς του βίου αυτής της Οσίας γυναίκας ήταν ο Εσταυρωμένος Ιησούς Χριστός και η Παναγία Μητέρα αυτού, και ασφαλώς όχι οι αμαρτωλές πράξεις της Μαρίας, αφού «θείων ἐνταλμάτων ἀγνοοῦσα, θεῖον εἰκόνισμα Θεοῦ ἐρρύπωσε», όπως ο υμνωδός του Τριωδίου αναφέρει. Η Υπεραγία Θεοτόκος, λοιπόν, με πολλή ευσπαλχνία και άφατη συγκατάβαση, αλλά και με άπειρες και ανέκφραστες μητρικές παρακλήσεις προς τον Υιόν της, εξάγνησε την Οσία Μαρία και την καθομοίωσε με τους Αγγέλους. Με τις πρεσβείες Της, η Οσία βίωσε το υπέρλαμπρο φως, που πηγάζει από τον Τίμιο Σταυρό. Η φυσική αυτή δόξα-φως του Χριστού τής χάρισε τη μακαριότητα, η οποία ενώ περιέχει τα βιώματα της χαράς και της αγαλλίασης δεν περιορίζεται σε αυτά. Ο ιερός συγγραφέας του Τριωδίου, εξυμνώντας την Οσία, επισημαίνει σχετικά: «Σταυρὸν ἰδέσθαι ἐπισπεύδουσα, σταυρικῶ φωτισμῶ, Μαρία κατηυγάσθης, Σταυρῶ τοῦ ὁμιλήσαντος, νεύσει θεϊκὴ σταυρωθεῖσα τῷ κόσμῳ, ἀξιοθαύμαστε».
Για να επιτύχει, όμως, την καλώς νοούμενη απάθεια και για να φθάσει στην υπερέλλαμψη, η Οσία επιδόθηκε σε πολύχρονη εργασία των αγίων αρετών του Ευαγγελίου. Η αμνάδα και θυγατέρα του Χριστού, με την νηστεία και την προσευχή απάλειψε τις σκοτεινές εικόνες των παθών, οι οποίες προκαλούσαν θύμισες του παρελθόντος. Με το ξίφος της εγκράτειας απέκοψε τα θηρεύματα της ψυχής. Με την αρετή της σιωπής ξέφυγε από τα «ἐγκλήματα τῆς ἐννοίας» και με τα δάκρυα της μετάνοιας, αμύνθηκε εναντίον των προσβολών, που δεχόταν από τους μοχθηρούς δαίμονες, οι οποίοι πάντοτε εισηγούνται την πονηρή ηδονή.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, λοιπόν, αποτελεί για μας υπόδειγμα μετάνοιας, αλλά και ασφαλή οδηγό θεογνωσίας. Γι’ αυτό και αποκαλείται και Μητέρα. «Θεωθεῖσα πράξεσιν», η Αγία μας επιβεβαιώνει ότι δεν αρκεί απλά η διανοητική - νοησιαρχική πίστη για να επιτύχει κανείς τον εξαγιασμό. Η σωτηρία, ο φωτισμός και η θέωση, παρόλο που είναι δώρο θεού, δεν επιτυγχάνονται χωρίς την έμπρακτη μετάνοια, την άσκηση των αγίων αρετών του Ευαγγελίου, όπως είναι π.χ. η προσευχή και η φιλανθρωπία.
Συνεπώς, ο βίος της της Οσίας Μαρίας δεν αφορά μόνο όσους υποπίπτουν σε εμφανή σαρκικά αμαρτήματα, αλλά όλους μας. Η υποκριτική, πολλές φορές, στάση μας, ότι τάχα δεν έχουμε αμαρτήσει βαριά, το αίσθημα της αυτάρκειας και η καθήλωσή μας στα όρια αυτού του κόσμου δεν ανταποκρίνονται στο «ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία» και ούτε μας φέρνουν την αληθινή χαρά. Το ζητούμενο είναι η Βασιλεία του Θεού και όχι απλά η αποφυγή κάποιων συγκεκριμένων αμαρτημάτων. Η αναμαρτησία είναι και αυτή καρπός και αποτέλεσμα της συνέργιας Θεού και ανθρώπου. Η βασιλεία του Θεού, όπως αναφέρει και ο ιερός υμνωδός, δεν είναι «βρώσις και πόσις», αλλά «δικαιοσύνη, ἄσκηση σὺν ἁγιασμῷ». Γι’ αυτό, λοιπόν, «νηστεύοντες χρηστότητα ποιήσωμεν• καὶ δώῃ ἠμῖν ὁ Κύριος, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια», καταλήγει.
π. Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος